Ο βουλγαρικός στρατός λεηλάτησε τα Πλάγια (17/1/1944) [Από το βιβλίο "Κοινότης Πλαγίων - Εν Παιονία Κιλκίς" (2022) του Θεόδωρου Π. Μποράκη]

Ἔρευνα - παρουσίαση: Θεόδωρος Π. Μποράκης 

Μαρτυρίες ΠλαγιωτῶνΤοῦ ἁγίου Ἀντωνίου μπῆκαν οἱ Βούλγαροι στὸ χωριό. Ποιός νὰ τὸ περίμενε πὼς θὰ ξημέρωνε ἡλιόλουστη γιὰ τὰ Πλάγια ἡ μαύρη Δευτέρα 17 Ἰανουαρίου 1944 .
Κατὰ τῆς 9 τὸ πρωὶ ἦρθαν οἱ Βούλγαροι στρατιῶτες στὴν αὐλή μας κι εἶπαν νὰ μαζευτοῦμε στὸ σχολεῖο...

Ἀπὸ τὸ γήπεδο μπῆκαν στὸ χωριὸ κι ὅλες ἐκεῖνες οἱ γειτονιὲς πάνω ἀπὸ τὸ γήπεδο εἶχαν τὰ περισσότερα καμένα σπίτια. Οἱ πρῶτες φλόγες τύλιξαν τὸν ἀχυρῶνα τοῦ Σταύρακα (Σταῦρος Μουτσάκης). Ἦταν  αὐτοσχέδιος ὁ ἀχυρῶνας ἐκεῖνος, ἦταν ἕνα μεγάλο ἀντίσκηνο γύρω ἀπὸ μιὰ ψηλὴ μυγδαλιά...

Μαζεύτηκε ὅλο τὸ χωριὸ στὴν ἐκκλησία καὶ στὸ σχολεῖο κι ὅσοι λίγοι πρόλαβαν πῆραν τὰ βουνά.

Λεηλάτησαν κι ἔκαψαν τὸ μαγαζί του Χατζησταυρίδη, τοῦ "Σταυράκη". Πῆραν μεγάλες πέτρες οἱ στρατιῶτες, τίς ἔριξαν στὴν πόρτα τοῦ μαγαζιοῦ καὶ τὴν ἔσπασαν. Μπῆκαν κι ἁρπάξαν ὅτι πρόλαβαν, στὰ πόδια τους μπλέχτηκαν κι οἱ πιτσιρικάδες τοῦ χωριοῦ νὰ προλάβουν ἀχάλαστο κανένα μαντολάτο. Γιὰ νὰ τοὺς ξεφορτωθοῦν οἱ στρατιῶτες, ἕνας πῆρε μιὰ κούτα μὲ καραμέλες καὶ τίς σκόρπισε στὸ δρόμο. Ἔτσι βγῆκαν ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τὰ πιτσιρίκια. Ἔπεσαν καὶ μάζευαν τίς καραμέλες, καὶ πίσω τους τὸ μαγαζὶ τὸ ἔζωναν οἱ φλόγες.

Ἡ Παψανὴ μόλις εἶδε τὰ πρῶτα σπίτια νὰ καίγονται, ἔριξε τὰ στρωσίδια καὶ τὰ ροῦχα στὸ πηγάδι, λὲς καὶ καταλάβαινε πὼς ἔρχεται καὶ ἡ σειρὰ τοῦ σπιτιοῦ της. Τὰ γλίτωσε τὰ στρωσίδια ὅταν τῆς ἔκαψαν τὸ σπίτι...

Στὸ σπίτι τοῦ Δημητροῦ Μουτσάκη ἔριξαν μιὰ σκόνη στὸν σταῦλο κι ὅλα πῆραν φωτιά, καὶ μούγκριζαν τὰ ζῶα καθὼς καίγονταν. Δίχωρες οἱ ἀποθῆκες τῶν χωριανῶν, μπροστὰ ἀχυρῶνας καὶ δίπλα χωρισμένα τὰ ζῶα. Οἱ στρατιῶτες δὲν ἔμπαιναν στὸν κόπο νὰ ἐρευνήσουν γιὰ νὰ βροῦν καὶ νὰ λευτερώσουνε τὰ δεμένα ζωντανά, ἀπὸ τὴν πόρτα ἔριχαν τὴν σκόνη κι ὅλα καίγονταν...

Στὴν ἀρχὴ εἶχε πέσει στὸν κόσμο βουβαμάρα, ὁ φόβος ἔφερνε τρέμουλο στὰ πόδια τῶν συγκεντρωμένων. Ὅταν εἶπαν στοὺς χωριανοὺς νὰ μποῦν στὸ σχολεῖο, σηκώθηκε ἕνα σούσουρο, ἄλλοι εἶπαν "θὰ μᾶς μιλήσουν...", ἄλλοι εἶπαν "θὰ μᾶς κάψουν...", ἐπικράτησε σύγχυση, οἱ Βούλγαροι ἔγιναν πιὸ εὐαίξαπτοι, μᾶς ξαναέβγαλαν στὸ προαύλιο. Τί μεσολάβησε; Γλιτώσαμε... Ἄλλοι εἶπαν πὼς πρόλαβαν τὸ μακελειὸ οἱ Γερμανοί, ἄλλοι εἶπαν πὼς ἀκούστηκαν πυροβολισμοὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ κι οἱ Βούλγαροι νόμισαν πὼς ἔρχονται ἀντάρτες. Ὕστερα εἴδαμε νὰ καίγεται τὸ σχολεῖο μας...

Συγκεντρωμένοι ἤμασταν ἀκόμα ὅταν ἦρθαν τὰ μαντᾶτα γιὰ τὸν νεκρὸ Πλαγιώτη στὸν μύλο τοῦ Χαμηλοῦ. Στὴ διαδρομὴ τοὺς ἀπὸ τὸ Χαμηλὸ, οἱ Βούλγαροι σκότωσαν τὸν νεαρὸ συγχωριανὸ Θεόφιλο Ἀρναουτίδη ποὺ ἐργαζόταν στὸν μύλο, στὴν περιοχὴ Μπαρακλὴ. Στὸ πέρασμά τους συνάντησαν καὶ δολοφόνησαν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ Χαμηλό, τὸν τελωνοφύλακα τοῦ Σκρᾶ Πασχάλη Καμάνη ποὺ κατέβαινε πεζὸς στὴν Εἰδομένη...

Κοιτάζαμε μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸ χωριὸ μαζεμένοι στὸ προαύλιο τοῦ σχολείου. Ένα ἕνα ἔκαιγαν τὰ σπίτια μας. Ὁ καθένας μας κοίταζε κατὰ τὴ γειτονιά του καὶ θαρροῦσε πὼς ἴσως νὰ γλίτωνε τὸ δικό του σπίτι. Μέχρι ἀργὰ τὸ μεσημέρι τὸ μαρτύριο δὲν εἶχε τελειωμό... "Τὸ σπίτι μας, κοίτα τὸ σπίτι μας, τὸ καῖνε, μάνα..."

Ἔφυγαν πρὶν πέσει ὁ ἥλιος καὶ τρέξαμε στὰ σπίτια μας. Ὅσα δὲν ἔκαψαν τὰ ἐρεύνησαν κι ἅρπαξαν χρυσαφικὰ καὶ χρυσὲς λίρες. Πλησιάζαμε στὸ σπίτι μας ποὺ ἔμεινε σῶο καὶ προσπαθούσαμε νὰ ξεχωρίσουμε τίς φιγοῦρες δυὸ παραμορφωμένων ζωντανῶν ποὺ στέκονταν στὴ μέση τῆς αὐλῆς μας. Οἱ Βούλγαροι εἶχαν κάψει τὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς μας, τὸ ἄλογο καὶ τὸ γαϊδουράκι της, ποιός ξέρει πῶς, κατάφεραν νὰ ἐλευθερωθοῦν κι ἦρθαν μισοκαμένα στὴν αὐλή μας...

Σουρούπωνε ὅταν ξεκίνησε ἡ πομπὴ μὲ τὰ κάρα. Οἱ περισσότεροι χωριανοὶ μάζεψαν τὸ βιος ποὺ τοὺς ἀπόμεινε καὶ πῆραν το δρόμο κατὰ τὴν Ἀξιούπολη. Τοὺς βρῆκε ἡ νύχτα στὸ Κοτζὰ Ντερέ, ξενύχτησε ὅλο ἐκεῖνο τὸ ἀνθρωπομάνι στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Μετὰ τὴν γέφυρα, στ' ἀριστερά μας, ἡ ὄχθη τότε δὲν εἶχε ὅπως τώρα βλάστηση. Ἐκεῖνο τὸ πλάτωμα χώρεσε ὅλο τὸ χωριό.
Ὅταν ξημέρωσε ξεκίνησε τὸ Πλαγιώτικο καραβάνι. Ἄλλοι ἔμειναν στὴν Ἀξιούπολη, ἄλλοι πῆγαν στὸ Πέτροβο (Ἅγιος Πέτρος) κι ἄλλοι ἔφτασαν μέχρι καὶ τὰ Ἄθυρα.

Πήγαμε στὸν Ἅγιο Πέτρο ἀλλὰ ποῦ νὰ μείνουμε, οἱ συγγενεῖς φιλοξενοῦσαν κι ἄλλη οἰκογένεια προσφύγων. Τέσσερις πέντε μέρες μείναμε στὸ Πέτροβο καὶ μετὰ πήγαμε στὴν Ἀξιούπολη. Βρήκαμε μιὰ καρβουναποθήκη γεμάτη κάρβουνο. Δυὸ οἰκογένειες ἤμασταν, καμια 15αριὰ νοματαῖοι, πῶς νὰ βολευτοῦμε. Πιάσαμε νὰ ντανιάζουμε τὰ κάρβουνα, ν' ἀνοίξει χῶρος. Ὅπως ὅπως βολευτήκαμε καὶ βγάλαμε τὴ νύχτα. Τὴν ἄλλη μέρα ἦρθαν οἱ νοικοκυραῖοι τῆς ἀποθήκης καὶ σήκωσαν τὰ κάρβουνα, κι ἀσβέστωσαν τὰ ντουβάρια καὶ τακτοποιήσαμε τὰ ροῦχα καὶ τὰ στρωσίδια μας. Ζήσαμε ἀρκετὸ διάστημα ἐκεῖ. Τὸ καλοκαίρι πιὰ ξαναεπιστρέψαμε στὸ χωριό.

17 Ἰανουαρίου 1944 ἦταν, ποὺ πέρασαν οἱ Βούλγαροι ἀπὸ τὰ Πλάγια!"

(Διηγήσεις τῶν οἰκογενειῶν Γκέρλοβα, Καρύδη, Μουτσάκη, Μποράκη, Πασατσιφλικιώτη).



Τὸ χρονικὸ τῆς βουλγαρικῆς εἰσβολῆς στὴν Παιονία - Κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὶς 16 Ἰανουαρίου 1944 μέχρι τὶς 10 Φεβρουαρίου 1944 ἐξελίσσεται ἡ ἐπιχείρηση «Wolf». Δυνάμεις τοῦ βουλγαρικοῦ στρατοῦ, μὲ τὴν ἀνοχὴ τῆς γερμανικῆς στρατιωτικῆς διοίκησης τῆς Μακεδονίας, εἰσβάλλουν στὴν περιοχὴ ἀπὸ τὴν Γιουγκοσλαβικὴ κωμόπολη Γευγελὴ καὶ λεηλατοῦν τὰ παραμεθόρια χωριὰ τῆς Παιονίας. 
Στὶς 17 Ἰανουαρίου 1944, ὁ βουλγαρικὸς στρατὸς πάτησε τὴν ἑλληνικὴ γῆ στὸ χωριὸ Χαμηλό, εἰσέβαλε στὸ χωριὸ Πλάγια όπου πυρπόλησε 66 σπίτια καὶ τὸ σχολεῖο ἐνῶ ξυλοκοπήθηκε ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ, στὸ χωριὸ Φανός, πυρπόλησε 17 σπίτια καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση τριῶν γερμανικῶν τεθωρακισμένων γλύτωσαν οἱ κάτοικοι ἀπὸ ἐκτέλεση. 
Στὸν οἰκισμὸ Δογάνη ἐκτέλεσαν 5 κατοίκους προσφυγικῆς καταγωγῆς καὶ πυρπόλησαν 6 σπίτια, στὸ χωριὸ Σκρὰ ἐκτέλεσαν 6 κατοίκους ἐνῶ πυρπόλησαν τὸ σχολεῖο καὶ 15 σπίτια, στὸ χωριὸ Κούπα ἐκτέλεσαν 2 ἄτομα καὶ πυρπόλησαν 4 σπίτια, στὸ χωριὸ Ἀρχάγγελος ἐκτέλεσαν 5 κατοίκους καὶ στὸ χωριὸ Περίκλεια Πέλλας ἐκτέλεσαν 6 κατοίκους. Στὸ χωριὸ Χαμηλὸ ξαναεπέστρεψαν οἱ Βούλγαροι στις 19 Ἰανουαρίου 1944, ἐκτέλεσαν 20 κατοίκους και πυρπόλησαν 38 σπίτια.
Στὸ χωριὸ Λαγκαδιὰ Πέλλας δολοφόνησαν τὸν Μακεδονομάχο Παπα-Νώε καὶ ἐκτέλεσαν 17 κατοίκους. 
Στὶς 22 Ἰανουαρίου 1944 βουλγαρικὸς στρατὸς εἰσέβαλε στὸ χωριὸ Νότια τῆς Πέλλας, συγκέντρωσε 40 κατοίκους τοῦ χωριοῦ καὶ τοὺς δολοφόνησε στὴν τοποθεσία "Ἄσπρα χώματα".

Ἐπιδρομὴ βουλγαρικοῦ στρατοῦ στὰ Πλάγια - Στὶς 17 Ἰανουαρίου 1944, βουλγαρικὸς στρατὸς κατοχῆς, μέσω τῆς Γευγελῆς, κατέλαβε προσωρινὰ τὰ χωριὰ τῆς παραμεθόριας περιοχῆς, κατέστρεψε σχολεῖα καὶ σπίτια καὶ δολοφόνησε κατοίκους μὲ κύριο στόχο τοὺς παλιοὺς Μακεδονομάχους καὶ τὸ προσφυγικὸ στοιχεῖο τῆς Μακεδονίας. Στρατιῶτες τοῦ βουλγαρικοῦ στρατοῦ, στὴ διαδρομὴ γιὰ τὸ χωριὸ δολοφόνησαν τὸν Θεόφιλο Ἀρναουτίδη ἀπὸ τὰ Πλάγια, ποὺ ἐργαζόταν στὸν μύλο, στὴν περιοχὴ Μπαρακλή. Ὅταν ἦρθαν οἱ Βούλγαροι στὸ χωριό, συγκέντρωσαν τοὺς κατοίκους στὴν πλατεία (ποὺ τότε ἦταν ἡ περιοχὴ  ποὺ  ἐκτείνεται  πίσω  ἀπὸ  τὸ Ἱερὸ τῆς ἐκκλησίας) καὶ στὸ προαύλιο τοῦ παλιοῦ σχολείου (στὸ χῶρο τοῦ σημερινοῦ γραφείου τῆς κοινότητας). Οἱ στρατιῶτες διασκορπίστηκαν σὲ ὅλο τὸ χωριὸ ὅπου λεηλάτησαν καὶ ἔκαψαν 66 σπίτια ὅπως καὶ τὸ σχολεῖο ἐνῶ ξυλοκόπησαν τὸν ἱερέα τοῦ χωριοῦ.[1] Αἰχμαλώτισαν καὶ ὁδήγησαν τοὺς ἄντρες τοῦ χωριοῦ πρὸς τὸ χωριὸ Φανός, γιὰ νὰ τοὺς ἐκτελέσουν, ἀλλὰ μὲ τὴν παρέμβαση τῶν  γερμανικῶν  ἀρχῶν  ποὺ  διοικοῦσαν  τὴν  περιοχή,  ἐπέστρεψαν τελικὰ οἱ χωριανοὶ σῶοι στὸ χωριό.[2] Στὶς 19 Ἰανουαρίου 1944, οἱ ἴδιες βουλγαρικὲς μονάδες προχώρησαν στὴ σφαγὴ κατοίκων τοῦ χωριοῦ Χαμηλό.[3]

Ἄστεγοι ἀπὸ τὴ βουλγαρικὴ ἐπιδρομή - Οἰκογένειες ποὺ ἔμειναν ἄστεγες μετὰ τὶς βουλγαρικὲς θηριωδίες τοῦ 1944, πῆραν τὸν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς σὲ συγγενεῖς τους στὴν Ἀξιούπολη, στὴ Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης, στὸν Ἁγ. Διονύσιο Χαλκιδικῆς, στὴν Πέλλα κ.λπ. Ὅσοι ἄστεγοι παρέμειναν στὸ χωριὸ κατασκήνωσαν πρόχειρα στὴν περιοχὴ τῆς «Κρυόβρυσης», στὴν περιοχὴ τῶν ἀμπελιῶν στὴ διαδρομὴ πρὸς τὸ «ἁγίασμα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς»,[4] στὰ ἀμπριὰ ποὺ βρίσκονταν στὰ ὐψώματα κοντὰ στὸν παλιὸ οἰκισμὸ Μπαρακλὴ καὶ στὴν περιοχὴ «Τσάγκα» στὸ χωριὸ Φανός.



[2] Στράτος Δορδανάς, «Τὸ αἷμα τῶν ἀθώων - Ἀντίποινα τῶν γερμανικῶν ἀρχῶν κατοχῆς στὴ Μακεδονία 1941 - 1944», ἐκδόσεις Ἑστία, 2007.

[3] Στὶς 19 Ἰανουαρίου 1944, δολοφονήθηκαν ἀπὸ τὸν βουλγαρικὸ στρατὸ κατοχῆς, στὸ χωριὸ Χαμηλό, οἱ κάτοικοι: Ἀναστασιάδης Νικόλαος ἐτῶν 18, Ἀνδρεάδης Νικόλαος ἐτῶν 45, Ἀνδρεάδης Χαράλαμπος ἐτῶν 48, Ζυρίδης Ἰλαρίων ἐτῶν 46, Κουκλίδης Κωνσταντῖνος ἐτῶν 45, Κουλαξίδης Νικηφόρος ἐτῶν 65, Κόκκαλης Ἰωάννης ἐτῶν 18, Κελασίδης Νικόλαος ἐτῶν 66, Κελασίδης Γεώργιος ἐτῶν 19, Κυριακίδης Ἡρακλὴς ἐτῶν 64, Μουρατίδης Ἀβραὰμ ἐτῶν 45, Μουρατίδης Γεώργιος ἐτῶν 18, Παναγιωτίδης Χαράλαμπος ἐτῶν 46, Παναγιωτίδης Νικόλαος ἐτῶν 16, Παντελίδης Χαράλαμπος ἐτῶν 46, Παπαδόπουλος Λάζαρος ἐτῶν 46, Σαββίδης Φίλιππος ἐτῶν 40, Σερεμετίδης Σάββας ἐτῶν 48, Τούνας Ἰωάννης ἐτῶν 17, Χαραλαμπίδης Κωνσταντῖνος ἐτῶν 28. Τὰ ὀνόματα ἐλήφθησαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο πεσόντων τοῦ χωριοῦ Χαμηλό.

[4] Βλέπε στὴν ἑνότητα «Τοπωνύμια τῆς περιοχῆς τῶν Πλαγίων» στὴ σελίδα 85.