Τὸ Βογάζκιοϊ ἢ
Μπογάζκιοϊ τῆς Μητροπόλεως Δέρκων - (Boğazköy)
Τὸ Βογάζκιοϊ βρίσκεται στὴν Ἀνατολικὴ Θράκη, εἶναι χτισμένο στὴν ἀνατολικὴ
ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Βορβύση[1]
(Alibey), στὴν ὁδὸ ποὺ συνδέει τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν Ἀδριανούπολη, 2,8
χιλιόμετρα ἀνατολικὰ ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀρναούτκιοϊ. Ἀπέχει 22 χιλιόμετρα βορειοδυτικὰ
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ὑπάγεται στὸν Νομὸ
Κωνσταντινουπόλεως, στὴν τουρκικὴ ἐπαρχία Gaziosmanpasa κι ἔχει γεωγραφικὸ
στίγμα: 41°10'59"N, 28°46'20"E καὶ ὑψόμετρο 69 μέτρα.
Στὸ βιβλίο «Μητρόπολη Δέρκων» [2]
σημειώνονται γιὰ τὸ Βογάζκιοϊ: «Ἡ παλαιότερη ἀναφορὰ τοῦ χωριοῦ σὲ ὀθωμανικὸ
ἔγγραφο ὑφίσταται σὲ κτηματολόγιο τοῦ 1497. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ εἶχε 4
σπίτια (χανὲ) Ρωμιῶν καὶ 86 Ρωμιοὺς ποὺ ὑπάγονταν στὸ καθεστὼς τοῦ
δουλοπαροίκου. [...] Ἡ δεύτερη ἀναφορὰ τοῦ χωριοῦ σὲ ὀθωμανικὸ ἔγγραφο εἶναι στὸ
κτηματολόγιο τοῦ 1553 ὅπου τὸ Μπογάζκιοϊ καταγράφεται ὡς ἰδιοκτησία τοῦ βακουφίου
τοῦ Μπαγεζὶτ Τζαμί. […] Τὸ 1873-74 εἶχε 272 οἰκογένειες ὁμογενῶν μὲ 1.500 ἄτομα,
τὸ 1884 εἶχε 260 οἰκογένειες καὶ τὸ 1905 εἶχε 350 οἰκογένειες. […] Ὀθωμανικὸ ἔγγραφο
τοῦ 1888 ἀναφέρει ὅτι στὸ χωριὸ ὑπῆρχε ἕνα ἀνθρακωρυχεῖο καὶ μία ἀποθήκη σιτηρῶν».
Πρὸ τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν πληθυσμῶν ἦταν ἀμιγῶς ἑλληνικὸ χωριὸ κι ἀνῆκε στὴν Μητρόπολη Δέρκων.[3] Κατὰ τὰ ἔτη 1910 - 1912 καταγράφηκαν στὸ χωριὸ 2.105 Ἕλληνες κάτοικοι καὶ κανένας Τοῦρκος.[4] Μὲ τὴ συνθήκη τῶν Σεβρῶν ποὺ ὑπογράφηκε στὶς 10 Αὐγούστου τοῦ 1920, τὸ Βογάζκιοϊ δὲν παραχωρήθηκε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀπεῖχε περὶ τὰ 18 χιλιόμετρα ἀνατολικὰ ἀπὸ τὰ προσωρινὰ ἑλληνικὰ σύνορα. Ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς 36 κοινότητες τῆς Μητροπόλεως Δέρκων ποὺ ὁ πληθυσμός τους διώχθηκε στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴ συνθήκη τῆς Λωζάνης τὸ 1923. Οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ γεωργία, τὴν κτηνοτροφία, τὴν ἀμπελουργία, τὴ μελισσοκομία καὶ τὴν παραγωγὴ κάρβουνων. Τὰ προϊόντα ποὺ παρήγαγαν ἦταν: λινάρι, σιτάρι, βρώμη κ.ἄ.
[1] Ἀχιλλέας
Θ. Σαμοθράκης, «Λεξικὸν γεωγραφικὸν καὶ ἱστορικὸν τῆς Θράκης», Ἑταιρεία Θρακικῶν
Μελετῶν, Ἀθῆναι 1963 -
«ΒΑΡΒΥΣΗΣ ἢ ΒΟΡΒΥΣΗΣ - Ποταμίσκος τῆς Ἀν. Θράκης παρὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁ ὁποῖος,
πηγάζων μικρὸν μὲν ὑπὲρ τὸ χωρίον Βελιγράδιον, ἐκβάλλει μετὰ ροῦν 12 - 15
χιλιομέτρων εἰς τὸν Κεράτιον κόλπον. Ἔλαβε δὲ τὸ ὄνομα ἀπὸ τινὸς ὁμωνύμου
Βυζαντίου ἥρωος ὁδηγοῦ, ὡς λέγεται, τῶν Ἀργοναυτῶν ἢ κατ’ ἄλλους παιδαγωγοῦ τοῦ
Βύζαντος. Φέρεται δὲ ὑπὸ διαφόρους παραλλαγάς: Βαρβύσης, Βορβύσης, Βαρόβυσσος,
Βαρβύσιος…»
[2] Ἄρης Τσοκώνας, «Μητρόπολις Δέρκων», ἐκδόσεις Ἱστὸς καὶ
Ἱερὰ Μητρόπολις Δέρκων, Πόλη 2015.
[3] Ἡ Μητρόπολη Δέρκων, μὲ ἕδρα τὰ Θεραπειὰ (Tarabya), ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τοὺς παρακάτω 41 οἰκισμοὺς ποὺ
περιέβαλλαν τὴν Κωνσταντινούπολη: 1) Ἄβασο (Avaskoy, σήμερα Atisalani) , 2) Ἀγιασματάκι
(Ayazma, σήμερα Taşoluk), 3) Ἅγιος Γεώργιος (Azatly, σήμερα Kayabasi), 4) Ἅγιος
Στέφανος (Yeşilköy), 5) Ἅγιοι Πάντες – Ἃη Πὰς (σήμερα Kirazli Mahallesi),
6) Ἀκαλάνι (Akalan), 7) Ἀμπαρλὴ (Ambarli), 8) Ἀρναούτκιοϊ
(Arnavutköy), 9) Βαθυρρύαξ
(Büyükdere), 10) Βελιγράδι (Belgrat), 11) Βογάζκιοϊ (Boğazköy), 12) Γαλατάρια (Avcilar), 13) Γενὴ Μαχαλὲ (Yenimahalle), 14) Γρύπες (Cifitburgaz,
σήμερα Bagcilar), 15) Δέρκοι (Terkos, σήμερα Durusu), 16) Ἐρμενίκιοϊ
(İhsaniye), 17) Θεραπειὰ (Tarabya), 18) Ἰμβροχώριον (İmrahor), 19) Καλλιὸ (Esenyurt),
20) Καλφὰς (σήμερα Mahmutbey-Bagcilar), 21) Καστανέαι (Kestanelik), 22) Κιουτσούκκιοϊ (Kucukkoy), 23)
Λαζάρκιοϊ (Yazlık), 24) Λίτρες (Litros,
σήμερα Esenler), 25) Μακροχώριον (Bakirköy), 26) Μπαχτσέκιοϊ (Bahçeköy), 27)
Νειχωράκι (Yeniköy), 28) Νταγιάκαντιν, 29) Ντελίγιουνους (Boyalik), 30) Ντομούζντερε (Gumusdere), 31) Νύμφες (Kocasinan), 32) Ὀκλαλὴ (Oklali), 33) Πύργος (Kemerburgaz),
34) Ρήγιον ἢ Μικρὸν Ζεῦγμα (Kucuk Cekmece), 35) Σαφρὰς (Sefakoy), 36) Τάρφας (Orencik), 37) Τζελέπκιοϊ (Celepköy), 38) Τζεμπετζὴ (Sultanciftligi), 39) Τσανάκτσα (Tsanaktsa), 40)
Τσιφλίκκιοϊ (Çiftlik) καὶ 41) Φαναράκι (Rumeli Feneri).
[4] Περιοδικὸ «Θρακικά», σύγγραμα
περιοδικὸν ἐκδιδόμενον ὑπὸ τοῦ ἐν Ἀθήναις «Θρακικοῦ Κέντρου», τόμος 19ος, ἐν Ἀθήναις 1939. Θεματικὴ ἑνότητα: «Τὸ δέλτα
τοῦ Βυζαντίου» τοῦ Μιλτ. Σαράντη.
Τὸ χωριὸ ἔχει βρεθεῖ καταχωρημένο σὲ ἔγγραφα ὡς
Βογάζκιοϊ, ὡς Βογάζ-Κιοϊ,[1] ὡς Ἰμπερὶν ἢ Ἐμπερὶν[2] (σὲ ὀθωμανικὰ ἔγγραφα) καὶ ὡς Μπογάζκιοϊ καὶ δὲν πρέπει
νὰ συγχέεται μὲ τὸ χωριὸ Bogazkoy τῆς περιοχῆς Corum τῆς Τουρκίας, ποὺ
βρίσκεται κοντὰ στὴν Ἄγκυρα, οὔτε μὲ τὴ συνοικία τῆς Κωνσταντινούπολης,
Μπογιατζίκιοϊ (Βαφειοχώρι).
Γιὰ τὸ Βογάζκιοϊ ἀναγράφονται τὰ ἑξῆς στὸ περιοδικὸ «Θρακικά»:[3]
«Μπογάζκιοϊ· μεσόγειον χωρίον, πρὸς Α τοῦ
μικροῦ Ἀρναούτκιοϊ καὶ ΝΔ τοῦ Πύργου, κεῖται εἰς στενωπὸν παρὰ τὸν ποταμὸν Ἀλήμπεη-Σουγιού.
Ὁ Καλέμης μᾶς
πληροφορεῖ ὅτι τὸ 1884 εἶχε 260 οἰκογενείας Χριστιανῶν, ἐκκλησίαν τῆς Ἁγ.
Παρασκευῆς καὶ σχολεῖα παλαιὰ καὶ ἐτοιμόρροπα, μαρτυροῦντα ὅτι τὸ χωριὸ ἐνωρίτατα
εἶχε φροντίσει διὰ τὴ μόρφωσιν τῶν παιδιῶν του. Ἡ σχολὴ του ἦτο μικτή· εἶχεν ὑπὲρ
τοὺς 70 μαθητὰς ὑπὸ ἕναν διδάσκαλον, ἀσφαλῶς διδάσκοντα ἀλληλο-διδακτικῶς· ἐμισθοδοτεῖτο
ἀπὸ τὰ ἐνοίκια τῶν κοινοτικῶν κτημάτων μὲ 30 λίρες Τουρκίας. Ὁ ἐκπαιδευτικὸς ἔλεγχος
τῆς Μητροπόλεως τοῦ Μαΐου 1911 εἰς τὸ Μπογάζκιοϊ εὗρε σχολεῖον κατηρτισμένον καὶ
διδάσκαλον προοδευτικόν.
Καὶ τὸ χωρίον αὐτὸ διελύθη τὸν Μάϊον 1924 μετὰ τὴν ὑπογραφὴν τῆς ἀνταλλαγῆς (30 Ἰανουαρίου 1923). Οἱ κάτοικοί του συνωκίσθησαν ἐν μέρει εἰς τὸ χωρίον Φιλώτας ἢ Τσαλτζιλάρ, νοτίως τῆς λίμνης Βεγορίτου καὶ ἄλλοι εἰς τὸ Ἀκιντζιλὰρ καὶ Καρασινὰν τοῦ νομοῦ Ἐδέσσης ὡς γεωργοί».
Σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησία καὶ τὰ σχολεῖα τοῦ χωριοῦ, ὁ Ἄρης Τσοκώνας στὸ βιβλίο του «Μητρόπολη Δέρκων» ἀναφέρει: «…Σὲ ὀθωμανικὸ ἔγγραφο ἡμερομηνίας 8 Σεπτεμβρίου 1880 ὑπάρχει αἴτηση τῶν χωρικῶν καὶ ἄδεια τῶν ἀρχῶν γιὰ ἀνέγερση ἐκκλησίας στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας, προϋπολογισμοῦ 157.000 γροσιῶν. Στὸ Ἡμερολόγιον τῶν Ἐθνικῶν Φιλανθρωπικῶν Καταστημάτων τοῦ ἔτους 1906, ἀναφέρεται ὅτι ἐκτὸς τῆς παλιᾶς ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς πάνω στὸν λόφο, συνεχίζει ἡ οἰκοδομὴ τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδας μέσα στὸ χωριό. Τὴν ἴδια χρονιὰ λειτουργοῦσαν καὶ δύο σχολεῖα. Τὸ ἀρρεναγωγεῖο στὸ παλιὸ κτήριο πάνω στὸν λόφο καὶ τὸ παρθεναγωγεῖο σὲ κομψὴ οἰκοδομή, χτισμένη τὸ 1893 κοντὰ στὴν ἐκκλησία…»
[1] Σὲ χειρόγραφο πωλητήριο ἀκινήτου
τοῦ 1911 ἡ πωλήτρια ἀναγράφεται ὡς: «…κάτοικος τοῦ χωρίου Βογάζ - Κιοϊ, ἑλληνορθόδοξος…»
[2] Ἄρης Τσοκώνας, «Μητρόπολις
Δέρκων», ἐκδόσεις Ἱστὸς καὶ Ἱερὰ Μητρόπολις Δέρκων, Πόλη 2015.
[3] Περιοδικὸ «Θρακικά», σύγγραμα
περιοδικὸν ἐκδιδόμενον ὑπὸ τοῦ ἐν Ἀθήναις «Θρακικοῦ Κέντρου», τόμος 13ος,
ἐν Ἀθήναις 1940. Θεματικὴ ἑνότητα: «Ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴν Θράκην – Ἡ ἐπαρχία
Δέρκων», σελ. 140, [27. Μπογάζκιοϊ] τοῦ Ἀθ. Γαϊτάνου - Γιαννιοῦ.
Ἐπαρκεῖς πληροφορίες παρατίθενται γιὰ τὸ Βογάζκιοϊ ἀπὸ τὸν Σπύρο Κ. Ἀρβανιτάκη καὶ περιλαμβάνονται στὸ βιβλίο τῆς βιογραφίας του.[1] Ὁ Σπύρος Ἀρβανιτάκης κατὰ τὴν περίοδο τοῦ ξεριζωμοῦ τὸ 1924 ἦταν 17 ἐτῶν κι ἀνῆκε στὴ γενιὰ τῶν ξεριζωμένων. Ξεκινᾶ μὲ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ γιὰ τὸ ὁποῖο ἀναφέρει: «...ἦταν χτισμένο στὸ ψηλότερο σημεῖο τοῦ χωριοῦ, ἦταν μονοόροφο κτίριο μὲ δύο αἴθουσες διδασκαλίας. Στὴν αὐλὴ τοῦ σχολείου ὑπῆρχε μία φλαμουριὰ κι ἀπὸ ἕνα κλαδί της ἦταν κρεμασμένο ἕνα σιδερένιο σήμαντρο. Πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ σχολεῖο ὑπῆρχε μιὰ μεγαλύτερη αὐλή, ἐκεῖ οἱ μαθητὲς κάνανε γυμναστική. Ἀπέναντι ἀπὸ ἐκείνη τὴν αὐλὴ βρίσκονταν ἡ παλιὰ ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ νεκροταφεῖα.» Γιὰ ἐκείνη τὴν παλιὰ ἐκκλησία ἀναφέρει πὼς «...ἦταν χτισμένη ἀπὸ καταβολῆς τοῦ χωριοῦ, εἶχε παλιὲς βυζαντινὲς εἰκόνες καὶ λιγοστὸ φῶς ἔμπαινε ἀπὸ τὰ μικρά της παράθυρα». Γιὰ τὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἀναφέρει πὼς «...χτίστηκε ὅταν βελτιώθηκε ἡ οἰκονομικὴ κατάσταση τῶν κατοίκων, ἦταν βασιλικοῦ ρυθμοῦ μὲ ψηλὸ καμπαναριό, πλούσιο ἐσωτερικὸ διάκοσμο, ψηλὲς κολῶνες καὶ καλοδουλεμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο καὶ ἦταν χτισμένη δίπλα στὸν ποταμὸ Βορβύση (Ἀλήμπεη)». Ἀναφέρει πὼς ὑπῆρχε καὶ ἕνα ἐξωκλήσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ποὺ «...βρισκόταν σὲ μιὰ ὄμορφη τοποθεσία μὲ δύο πανύψηλα δέντρα, ἕναν τεράστιο αἰωνόβιο πλάτανο καὶ μιὰ ψηλὴ βελανιδιά, κάτω ἀπὸ αὐτὰ τὰ δέντρα ἦταν τὸ ἁγίασμα καὶ ἡ κρήνη. Στὸ ξωκλήσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς γινόταν ἡ Θεία Λειτουργία στὶς 26 Ἰουλίου στὴ γιορτὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ὅπου γινόταν τριήμερο πανηγύρι ποὺ προσέλκυε κόσμο ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ ἀλλὰ καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη». Σχετικὰ μὲ τὸ ὕψωμα ποὺ δέσποζε τοῦ χωριοῦ, ἀναφέρεται πὼς εἶχε τὸ τοπωνύμιο Πύργος. «...Στὴν κορφὴ τοῦ Πύργου ὑπῆρχε πλάτωμα ὅπου πήγαιναν τὰ κορίτσια τὶς γιορτὲς καὶ χόρευαν. Ἀπὸ τὸ ὕψωμα αὐτὸ φαινόταν ὅλο τὸ χωριὸ ποὺ εἶχε 400 περίπου σπίτια». Ἀναφέρει ἐπίσης πὼς πρὶν περάσει κανεὶς τὴ γέφυρα τοῦ ποταμοῦ Βορβύση καὶ πρὶν μπεῖ στὸ χωριό, συναντοῦσε τὸν νερόμυλο μὲ τὶς κερασιὲς καὶ μπαξέδες. Στὰ δυτικὰ τοῦ χωριοῦ, πρὸς τὸ τουρκικὸ χωριὸ Μπουκλουτζὲ ἦταν τὰ χωράφια καὶ τὰ ἀλώνια. Στὴ διαδρομὴ ἀπὸ τὸ χωριὸ πρὸς τὸ Ἀρναούτκιοϊ ἦταν τὰ ἀμπέλια τοῦ χωριοῦ. Σχετικὰ μὲ τὶς ἀσχολίες τῶν κατοίκων ἀναφέρει πὼς «...ἐκτὸς ἀπὸ τὴ γεωργία ἀσχολοῦνταν καὶ μὲ τὸ ἐμπόριο κάρβουνου. Τὰ κάρβουνα τὰ παρήγαγαν ἀπὸ τὴν ξυλεία τῶν βουνῶν καὶ τὰ πουλοῦσαν στὴν Κωνσταντινούπολη». Γιὰ τὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες οἱ κάτοικοι εἶχαν βουβάλια.
[1] Κωνσταντῖνος Σ. Ἀρβανιτάκης,
«Σπύρος Κ. Ἀρβανιτάκης - Τετράδια Μνήμης (Ἡ βιογραφία μου - Κείμενα Miscellanea)»,
2009, ἐκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS.
Ὁ Σπύρος Κ. Ἀρβανιτάκης ἀναφέρει καὶ κάποια συμβάντα: Τὸ πρῶτο ἔγινε τὴν
18 Ἰανουαρίου 1920 ὅταν Τουρκικὰ ἀποσπάσματα περικύκλωσαν τὸ χωριὸ γιὰ νὰ
συλλάβουν Ἕλληνες ἀντάρτες (τσετατζῆδες), «...τὴ
μέρα ἐκείνη οἱ Τοῦρκοι κάλεσαν τὸν κοινοτάρχη τοῦ χωριοῦ ποὺ ἦταν ὁ Χρῆστος
Πανταζὴς νὰ συνάξει τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ κοντὰ στὴν τοποθεσία Πύργος. Ἐρεύνησαν
τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ καὶ τελικὰ συνέλαβαν ἕναν ἀντάρτη, τὸν Μουχλούζη ποὺ ἔμενε
ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἐκκλησία κι ἦταν κρυμμένος στὸ σπίτι τῆς ξαδέρφης του, κοντὰ
στὸ σχολεῖο [...] συνέλαβαν ἐπίσης κάποιους χωριανοὺς στὰ σπίτια τῶν ὁποίων
βρέθηκαν ὅπλα καὶ ὁδηγήθηκαν στὶς φυλακὲς τῆς Τσατάλτζας».
Τὸ δεύτερο συμβὰν «...Μιὰ μέρα τὸ
καλοκαίρι τοῦ 1920 ἀποφασίσαμε μὲ μερικὰ παιδιὰ νὰ πᾶμε στὸ Χαντέμκιοϊ, ποὺ ἀπεῖχε
ἀπὸ τὸ χωριὸ 15 χιλιόμετρα, γιὰ νὰ δοῦμε τοὺς Ἕλληνες στρατιῶτες...» Τὸ
Χαντέμκιοϊ ἦταν τὸ ὅριο τῆς ἑλληνικῆς κυριαρχίας στὴν Ἀνατολικὴ Θράκη. «...Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ἕνας οὐλαμὸς μὲ
δύο ἀξιωματικοὺς καὶ στρατιῶτες ἦλθαν στὸ χωριό μας...» ἀνταποδίδοντας τὴν ἐπίσκεψη
καὶ ἔγιναν δεκτοὶ στὸ Βογάζκιοϊ μέσα σὲ κλίμα ἐνθουσιασμοῦ. Στὴν εἴσοδο τοῦ
χωριοῦ τοὺς ἔγινε θερμὴ ὑποδοχὴ ἀπὸ τοὺς δημογέροντες καὶ τοὺς χωρικοὺς ἀφοῦ ἀπὸ
τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1453, εἶχε νὰ πατήσει τὰ ἑλληνικὰ χώματα ἑλληνικὸς
στρατός!
Τὸ τρίτο συμβὰν ἔγινε τὸ Πάσχα τοῦ 1924, τὸ τελευταῖο Πάσχα πρὶν τὸν
ξεριζωμό, «...ἐκείνη τὴν μέρα οἱ Τοῦρκοι
σκότωσαν πέντε παλληκάρια τοῦ χωριοῦ ποὺ τὰ βρῆκαν νὰ βόσκουν καμῆλες στὰ γύρω
βουνά...»
Γιὰ τὸν ξεριζωμό, ὁ Σπύρος Κ. Ἀρβανιτάκης μᾶς πληροφορεῖ σχετικὰ μὲ τὴν ἀκριβὴ ἡμερομηνία ποὺ ὅρισε ἡ Ἐπιτροπὴ Ἀνταλλαγῶν γιὰ τὴν ἐγκατάλλειψη τοῦ χωριοῦ. Ἦταν ἡ 13η Ἰουνίου 1924. Ὅλοι οἱ κάτοικοι ὁδηγήθηκαν ἐκείνη τὴ μέρα στὸ λιμάνι, στὸ προάστειο τῆς Κωνσταντινούπολης, Ἅγιο Στέφανο κι ἐπιβιβάστηκαν στὰ πλοία μὲ προορισμὸ τὴν Ἀρετσοὺ τῆς Θεσσαλονίκης.
Τὸ ποτάμι τοῦ Μπογάζκιοϊ.
[Πηγή φωτογραφίας: Στάλθηκε ἀπὸ τὸν κ. Σπύρο Μωυσάκη καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Σύλλογο Θρακιωτῶν Φιλώτα].
Ἔλαβα καὶ δημοσιεύω μιὰ περιγραφὴ τοῦ Βογάζκιοϊ ἀπὸ τὸν Τούρκο, σημερινὸ κάτοικό του, κ. Selimcan Borva ποὺ ἔκανε ἔρευνα γιὰ τὴ ζωὴ τῶν Ἑλλήνων τοῦ χωριοῦ: «Ἕνας παλαιὸς στρατιώτης εἶπε στὸν παππού μου: ...Πήραμε τοὺς ντόπιους ἀπὸ τὸ Boğazköy καὶ τοὺς πήγαμε στὸ Hadımköy. Ἐκεῖ τοὺς ἀνεβάσαμε στὰ τρένα καὶ τοὺς στείλαμε στὴν Ἑλλάδα... Τὸ Μπογάζκιοϊ εἶχε διακοσμημένα σπίτια μὲ κῆπο καὶ κάθε σπίτι εἶχε πηγάδι στὸν κῆπο του μὲ ἀρκετὰ ὀπωροφόρα δέντρα καὶ τεράστιες μηλιές. Ἡ πλατεία τοῦ χωριοῦ εἶχε πολλὰ καταστήματα κι οἱ δρόμοι εἶχαν σιντριβάνια, ἀκακίες καὶ ἀρωματικὰ λουλούδια. Οἱ δρόμοι καὶ τὰ πεζοδρόμια ἦταν στρωμένα μὲ λευκὲς πέτρες. Ὑπῆρχε ἄφθονο νερὸ καὶ ἀνεμόμυλοι. Οἱ κάτοικοι ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ μέλισσοκομία καὶ τὴ μεταξουργία ἐκτρέφοντας μεταξοσκώληκες. Οἱ Ἕλληνες τοῦ Μπογάζκιοϊ ἦταν ἔξυπνοι καὶ ταλαντοῦχοι ἄνθρωποι, ἡ καλλιτεχνία στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν ζώων σὲ μερικὰ σπίτια ἔδειχναν ὅτι ἦταν καλλιτέχνες. Τὰ ἱστορικὰ ἀρχεῖα ἀναφέρουν ὅτι οἱ Ὀθωμανοὶ σουλτάνοι περνοῦσαν ἀπὸ τὸ Alibeyköy, ἀπὸ τὸ Boğazköy κι ἀπὸ ἐκεῖ πήγαιναν στὴν Εὐρώπη. Τὸ χωριὸ ἦταν χτισμένο σὲ μιὰ πολὺ ὅμορφη τοποθεσία, πάνω σὲ κεντρικὸ ὁδικὸ ἄξονα γι’ αὐτὸ ἀναπτύχθηκε καὶ διευρύνθηκε. Ἦταν γραφικὸ μέρος γι’ αὐτὸ καὶ ἀργότερα γύρισαν οἱ Τοῦρκοι 30 τουριστικὰ κινηματο-γραφικὰ φὶλμ στοὺς δρόμους του.Ἦταν ἕνα εἰδυλλιακὸ χωριὸ μὲ δύο ξύλινες γέφυρες καὶ δάση ἐνῶ ὑπάρχουν πολλὰ σπήλαια στοὺς γύρω λόφους. Ἡ παλαιότερη ἡμερομηνία ποὺ ἀναγράφεται σὲ σπίτι τοῦ χωριοῦ εἶναι τὸ 1454. Τὸ χωριὸ εἶναι γνωστὸ στὴν περιοχὴ τὰ τελευταῖα 600 χρόνια».
Διωγμοὶ - Στὸ βιβλίο «Μαύρη
Βίβλος Διωγμῶν καὶ Μαρτυρίων τοῦ ἐν Τουρκίᾳ Ἐλληνισμοῦ,[1]
ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς σχετικὰ μὲ τὸ χωριὸ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ
Πολέμου: «Ὁ ἐκ τῶν προκρίτων τοῦ χωρίου
Βογάζκιοϊ, Ἰωάννης Σερετάκης, δαρεῖς ἀνηλεῶς καὶ ἁλυσσοδεθεῖς περιεφέρετο ἐπὶ ὥρας
ὁλοκλήρους ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τοῦ χωρίου ὡς ὁ ἔσχατος τῶν κακούργων. Τὸ αὐτὸ ὑπέστησαν
καὶ δύο ἔτεροι τῶν προκρίτων· δράσται τῆς βιαιοπραγίας ταύτης ὑπῆρξαν αὐτοὶ οὖτοι
οἱ χωροφύλακες».
Στὶς 18 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1920, Τοῦρκοι στρατιῶτες συνέλαβαν στὸ
Βογάζκιοϊ Ἕλληνες ἐνόπλους χωρικούς. Τὸ Πάσχα τοῦ ἔτους 1924, οἱ Τοῦρκοι
δολοφόνησαν 5 κατοίκους τοῦ χωριοῦ ποὺ βρέθηκαν νὰ βόσκουν τὰ ζῶα τους στὸ
βουνό.[2]
Σὲ δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας «Μακεδονία»[3]
τοῦ 1920, ὑπὸ τὸν τίτλο «Τὸ κίνημα τῆς Ἀνδριανουπόλεως - Ἐπίκειται ἡ κατάληψις ὁλοκλήρου
τῆς Θράκης», ἀναφέρονται τὰ παρακάτω σχετικὰ μὲ τὴν τρομοκρατία ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ
Τοῦρκοι, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὸ χωριὸ Βογάζκιοϊ: «Ἀγγέλεται ἐκ Τσατάλτζας ὅτι
ἡ νεοτουρκικὴ ὀργάνωσις ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Θράκῃ ἐντείνει βαθμηδὸν ἔτι μᾶλλον τὴν
δρᾶσιν της. Ἀξιωματικοὶ (Τοῦρκοι) τοῦ στρατοῦ καὶ τῆς χωροφυλακῆς στρατολογοῦν
βίᾳ τοὺς Τούρκους εἰσπράττοντες ἐπίσης βίᾳ φόρους διὰ τὴν συντήρησίν των. Ὅπλα
καὶ πολεμοφόδια διανέμονται εἰς τοὺς Τούρκους. Οἱ Τοῦρκοι ἐπετέθησαν διὰ
πολυβόλων κατὰ τοῦ χωρίου Μπογάζκιοϊ, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπὶ δύο ὁλοκλήρους ὥρας ἔρριπτον
βροχὴν σφαιρῶν. Ἐφονεύθησαν δύο ἔγγυοι γυναῖκες, εἷς νέος καὶ πολλὰ ζῶα. Αἱ οἰκίαι
εἶναι διάτρητοι ἐκ σφαιρῶν. Ἐλεηλατήθη ἡ ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τῆς ὁποίας
αἱ εἰκόνες, ἀφοῦ ἐποδοπατήθησαν, ἐθραύσθησαν διὰ πελέκεων. Αἱ ἀρχαὶ εἰσπράττουν
διὰ τῆς βίας, τοὺς καθυστερουμένους φόρους μὴ λαμβάνουσαι ποσῶς ὑπ’ ὄψει, τὰ ἐξ
ἐπιτάξεων χρέη τοῦ τουρκικοῦ Κράτους πρὸς τοὺς Χριστιανούς. Πρὸ τῆς
τρομοκρατίας ταύτης οἱ Χριστιανικοὶ πληθυσμοὶ ἐζήτησαν καὶ πάλιν, ἵνα καταληφθῇ
ἡ Θράκη ὑπὸ συμμαχικῶν στρατευμάτων».
Σὲ δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας «Μακεδονία»[4] τοῦ 1921, ὑπὸ τὸν τίτλο «Τὰ ἐν Τσατάλτζη - Δικαιολογία μίας ἐπιθέσεως» ἀναγράφονται τὰ σχετικὰ μὲ τὸ Βογάζκιοϊ καὶ τὴν εὐρύτερη περιοχή: «Κατὰ τὰς τουρκικὰς ἐφημερίδας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ ἐκεῖ ἀρχηγὸς τῆς τουρκικῆς χωροφυλακῆς ἐδήλωσεν ὅτι ἐφ’ ὅσον ἐν τῇ περιφερεία Μετρῶν - Τσατάλτζας αὐξάνονται οἱ λόχοι τῆς τουρκικῆς χωροφυλακῆς ἐπὶ τοσοῦτον καὶ οἱ Ἕλληνες αὐξάνουν τοὺς ἐπὶ τῶν συνόρων ἰδικούς των.
Ὁ Τοῦρκος ἀρχηγὸς ἀπέδωκε τὴν τελευταίαν ἐπίθεσιν τῶν Τούρκων
χωροφυλάκων κατὰ τοῦ ἑλληνικοῦ χωρίου Μπογάζκιοϊ τῆς Τουρκίας εἰς ἀπείθιαν τῶν
κατοίκων αὐτοῦ εἰς τὴν Ὑψηλὴν Πύλην.»
Στὴν Τουρκία, μετὰ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν, οἱ
περισσότερες χριστιανικὲς ἐκκλησίες ἀφέθηκαν νὰ καταρρεύσουν κι ἄλλες
μετατράπηκαν σὲ τζαμιά. Στὴν ὁδὸ Milli Egemenlik, στὸ Βογάζκιοϊ, βρίσκεται ἡ ἐκκλησία
ποὺ κατασκευάστηκε τὸ 1907 καὶ οἱ Τοῦρκοι τὴν μετέτρεψαν σὲ τζαμί, ἐνῶ πρῶτα τὴν
διατηροῦσαν σὲ ἄθλια κατάσταση ὡς ἀποθήκη καὶ στὴ συνέχεια ὡς βιοτεχνία
γαλακτοκομικῶν![5]
Ἐγκατάσταση στὴν Ἑλλάδα
- Οἱ Ἕλληνες
κάτοικοι τοῦ Βογάζκιοϊ ὑποχρεώθηκαν, ἀπὸ τὴ Συνθήκη ποὺ ὅριζε τὴν Ἀνταλλαγὴ
Πληθυσμῶν, νὰ φορτώσουν τὰ πράγματά τους σὲ κάρα καὶ στὶς 13 Ἰουνίου 1924 νὰ
φύγουν ἀπὸ τὸ χωριό, ἐνῶ εἶχαν ἤδη ἀφιχθεῖ στὸ Βογάζκιοϊ οἱ τούρκικοι πληθυσμοὶ
ποὺ μετακινήθηκαν ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς περιοχές.[6]
Ἀπὸ τὶς οἰκογένειες ποὺ ἀφίχθηκαν στὴν Ἑλλάδα: τὸ 65,5% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν
στὸ χωριὸ Φιλώτας Φλωρίνης. Τὸ 19% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὸ χωριὸ
Καρασινὰν (Πλάγια) Παιονίας στὸ Κιλκίς. Τὸ 5% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὸ
χωριὸ Δογάνης Παιονίας στὸ Κιλκίς, Το 2% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὸ
χωριὸ Νικηφόρος Δράμας. Τὸ 2% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὸ χωριὸ Νὲα
Ραιδεστὸς Θεσσαλονίκης. Τὸ ὑπόλοιπο 6,5% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὰ
χωριὰ Μακρυχώρι Καβάλας, Βερτσιανὴ Σερρῶν, Γραβούνα Καβάλας, Ζαρκαδιὰ Καβάλας,
Καβακλὶ Θεσσαλονίκης, Ἅγιοι Ἀπόστολοι Πέλλας, Ἄσσυρος Θεσσαλονίκης, Καριώτισσα
Γιαννιτσῶν, Κουντουργιώτισσα Πιερίας,
Κρῦα Νερὰ Καστοριᾶς, Μυροβλήτης Δράμας, Νέα Μανωλάδα Ἠλείας, Τσομπλέκ
Δερὲ καὶ Ρουσοχώρι Ηρακλείου.[7]
Δημώδη ἄσματα - «Ἂχ μάνα μ’ κι ἂν εἶδα»[8] τὸ ἄσμα τραγουδιόνταν στὰ χωριὰ Βογάζκιοϊ, Ἀρναούτκιοϊ, Ἁγιασματάκι, Ἰμβροχώρι καὶ στὸν Πύργο κατὰ τὶς οἰκιακὲς ἐργασίες. Ὑπαγόρευση: Γαρουφαλιὰ Στυλ. Μαρούφογλου.
Ἄχ! μάνα μ’ κι ἂν εἶδα,
μιὰν ἐψὲς τὸ βράδυ
’ς τῆς ἐκκλησιᾶς τὴν
πόρτα·
Ἂς τὴν εἶχα κι ἂς τὴν
’φίληγα,
κι ἂς ἔβγαινε ἡ ψυχή μου.
-Τί εἶν’ τὸν λόγο ποῦ μὲ
λές,
γυιὲ μ’, καὶ μὲ
πικραίνεις;
Γυναίκεια ροῦχα φόρεσε
κοριτσίσα φακιολίσου,
βάλτα κι ἄϊντε μιὰ βραδυὰ
κι ἕνα Σαββάτῳ βράδυ,
ἄϊντε κτύπα τὴν πόρτα της
καὶ σεῖσ’ καὶ τὸν χαλκᾶ
της
κ’ ἡ κόρη θὰ βγῇ ἀπὸ ψηλὰ
νὰ σᾶς γλυκομιλήση.
Σηκώνεται καὶ πάει τὸ
βράδ’
κτυπάει καὶ τὴν πόρτα της·
’βγῆκε ἡ κόρη ἀπὸ ψηλὰ
καὶ τὸν γλυκορωτάει·
-Ποῖος κτυπάει τὴν πόρτα
μου
καὶ σείει τὸν χαλκᾶ μου;
-Ἐγὼ κτυπῶ τὴν πόρτα σου
μ’ ἔστειλε ἡ μάνα μου,
γιὰ νὰ μὲ μάθῃς ἀργαλειό,
γιὰ νὰ μὲ μάθῃς ξώμπλια.
Δὲν εἶναι βραδυὰ γιὰ ἀργαλειό,
δὲν εἶναι βραδυὰ γιὰ
ξώμπλια.
-Ἡ μάνα μου μ’ ἔστειλε,
πίσω νὰ μὴ γυρίσω.
-Ἀτίτε, σκλάβαις, ἀνοίξτε
τὴν κόρη νἄρθ’ ἐπάνω·
ἀτίτε, σκλάβαις, βάλτε την
τὴν κόρη γιὰ νὰ φάη·
ἀτίτε, σκλάβαις, στρῶστέ
τηνα τὴν κόρη νὰ πλαγιάση.
Ἂν δὲν ἀρέσει μοναχή τς
πές τὲ τὴ νἄρθ’ κοντά μου.
[1] Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως, «Μαύρη Βίβλος Διωγμῶν καὶ Μαρτυρίων τοῦ ἐν Τουρκίᾳ Ἑλληνισμοῦ,
1914 - 1918» 1919, στὴν ἑνότητα «Διωγμοὶ καὶ μαρτύρια τοῦ ἐν Θράκῃ ὁμογενοῦς
πληθυσμοῦ» στὸ κεφάλαιο Η΄ «Ἐπαρχία Δέρκων» σελ.49
[2] Κωνσταντῖνος Σ. Ἀρβανιτάκης, «Σπύρος
Κ. Ἀρβανιτάκης - Τετράδια Μνήμης», 2009, ἐκδόσεις UNIVERSITY STUDIO
PRESS.
[3] Ἐφημερίδα «Μακεδονία» τῆς 10ης
Μαρτίου 1920.
[4] Ἐφημερίδα «Μακεδονία» τῆς 5ης
Αὐγούστου 1921.
[5] Σχετικὸ ἄρθρο τοῦ Ercan
SEKI στὴν τουρκικὴ ἐφημερίδα TURKIJE τῆς 20ῆς Αὐγούστου
1989: https://emlakkulisi.com/1989-yilinda-bogazkoy-cami-mandira-olarak-kullaniliyormus/355688
[6] Κωνσταντῖνος
Σ. Ἀρβανιτάκης, «Σπύρος Κ. Ἀρβανιτάκης - Τετράδια Μνήμης», 2009, ἐκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS.
[7] Τὰ
στοιχεῖα τῶν τόπων ἐγκατάστασης τῶν προσφύγων εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἔρευνας τῆς ἱστοσελίδας
«Στὰ Πλάγια Παιονίας» http://plagia-paionias.blogspot.com, (Φεβρουάριος 2020) ὕστερα
ἀπὸ ἀνάλυση τοῦ «Ὀνομαστικοῦ εὐρετηρίου ἀγροτῶν προσφύγων» τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀποκαταστάσεως
Προσφύγων, Ἀθήνα, 1928, ποὺ περιλαμβάνει ὀνομαστικοὺς καταλόγους προσφύγων μὲ ἀναγραφὴ
τοῦ τόπου καταγωγῆς τους καὶ τοῦ τόπου ἐγκατάστασής τους στὴν Ἑλλάδα. Στὴν ἔρευνα
τῆς ἱστοσελίδας, καταμετρῶνται οἱ ἀρχηγοὶ τῶν οἰκογενειῶν τῶν προσφύγων καὶ ὄχι
τὰ μέλη τῶν οἰκογενειῶν ἢ οἱ κληρονόμοι τους. Κατὰ τὴν ἐπεξεργασία τῶν
στοιχείων βρέθηκε νὰ ἔχουν γίνει διπλοεγγραφὲς στοὺς ἀριθμοὺς δηλώσεων τῶν
προσφύγων καὶ παραλείψεις ἐγγραφῶν προσφύγων.
[8] Γεώργιος
Δ. Παχτίκος, «260 Δημώδη ἑλληνικὰ ἄσματα - Ἀπὸ τοῦ στόματος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ»,
«Θράκη», Ἀθήνα 1905.
Οἰκογένεια Ἀνεστάκη ἀπὸ τὸ Μπογάζκιοϊ. Ἡ φωτογράφηση ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1908 στὸ φωτογραφεῖο ἔναντι γέφυρας Γαλατά. Ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ κ. Νίκου Βεράνη.