Ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Στρώμνιτσας (Αύγουστος 1913)




 

ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑ ΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ

Η ελευθερία για τους Στρωμνιτσιώτες διήρκεσε μόλις ένα μήνα, από τις 27 Ιουνίου 1913 που απελευθερώθηκε η πόλη από τον ελληνικό στρατό μέχρι τις 28 Ιουλίου που επικυρώθηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Η αναγγελία της επιδίκασης της επαρχίας Στρωμνίτσης στη Βουλγαρία προκάλεσε πανικό και απελπισία, τόσο στους Έλληνες όσο και στους μουσουλμάνους κατοίκους της. Η απόφαση που επικράτησε αμέσως ήταν να φύγουν όλοι, εγκαταλείποντας τα πάντα. Οι πιο πολλοί την τήρησαν. Οι λίγοι που έμειναν, το έκαναν με βαριά καρδιά διατηρώντας αμυδρές ελπίδες ότι τα πράγματα θα καλυτερεύσουν στο μέλλον.
Από τις 31 Ιουλίου ο δρόμος από τη Στρώμνιτσα προς τη Δοϊράνη είχε αρχίσει να γεμίζει ασφυκτικά από ανθρώπους κάθε ηλικίας που κατευθύνονταν στην Ελλάδα. Οι Στρωμνιτσιώτες, αδυνατώντας να εκποιήσουν τα υπάρχοντά τους, προσπάθησαν να πάρουν μαζί τους ό,τι μπορούσαν. Ελάχιστα πράγματα όμως κατάφεραν τελικά να διασώσουν, αφού τα διαθέσιμα μεταγωγικά δεν επαρκούσαν για τη μεταφορά 30-35 χιλιάδων ανθρώπων.
Μέχρι τις 7 Αυγούστου είχαν εγκαταλειφθεί 13 από τα 32 χωριά της Στρώμνιτσας, ενώ η πόλη της Στρώμνιτσας είχε εγκαταλειφθεί από τα ¾ των κατοίκων και όσοι είχαν απομείνει ανέμεναν εναγωνίως μεταγωγικά για να αναχωρήσουν κι αυτοί.
Η μετανάστευση τόσων χιλιάδων ανθρώπων έγινε με τρόπο τραγικό. Μικρά ή μεγάλα καραβάνια από χριστιανούς και μουσουλμάνους εγκατέλειπαν χωρίς να το θέλουν τους τόπους που γεννήθηκαν, τους ναούς και τα τεμένη τους, τα χωράφια και τους κήπους τους, τα φτωχικά ή πλούσια σπίτια τους. Στο δρόμο για την ελευθερία, τους συντρόφευε η καταπόνηση του ταξιδιού, η αγωνία για το άγνωστο, οι σκέψεις για το παρελθόν που άφηναν πίσω τους. Πως θα μπορούσε να περιγράψει κανείς τα δυστυχή αυτά όντα; Τις κατάκοπες γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά τους που σωριάζονταν καταγής από την κούραση και αναλύονταν σε δάκρυα και γοερούς λυγμούς κάτω από τα απορημένα μάτια των παιδιών τους. Τους άντρες με χαρακωμένα από το μόχθο και τον πόνο πρόσωπα που περπατούσαν με σκυμμένα τα κεφάλια αναλογιζόμενοι το σπίτι τους, τους εγκαταλειμμένους τάφων των προγόνων τους, τα παρατημένα χωράφια τους. Τα παιδιά που γαντζώνονταν τρομαγμένα στα φουστάνια των μανάδων τους. Τους γέροντες και τις γερόντισσες με τα βουβά χείλη και τα απλανή βλέμματα που κατέπνιγαν τον πόνο τους μετρώντας τη δυστυχία που τους βρήκε σε αυτή την ηλικία. Οι γηραιότεροι από αυτούς επικαλούνταν σιωπηλά το θάνατο, που κάτω από τέτοιες συνθήκες σίγουρα δεν θα αργούσε να έρθει.
Στις 10 Αυγούστου, ημέρα Σαββάτου, οι εναπομείναντες Στρωμνιτισώτες έβαλαν φωτιά πρώτα στα σχολεία και την εκκλησία και έπειτα στα σπίτια τους. Τα ωραία οικοδομήματα, το ένα μετά το άλλο, σωριάζονταν σε ερείπια από τις φλόγες που κατέστρεφαν τα πάντα. Το μόνο που απέμενε όρθιο ήταν η ιστορία αιώνων που κάλυπτε το υπερνέφελον πολίχνιον που περιέγραψε ο Νικηφόρος Γρηγοράς. Ιστορία που ξεκινούσε από Άστραιον των αρχαίων, συνεχιζόταν με την Τιβεριούπολη και τη Στρουμίτζα των Βυζαντινών και έφτανε μέχρι την ηρωική Στρώμνιτσα του Μακεδονικού Αγώνα.
Πού όμως επρόκειτο να εγκατασταθούν αυτοί οι άνθρωποι; Στις 14 Αυγούστου τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη διαβεβαίωνε ότι η εγκατάσταση των Στρωμνιτσιωτών θα γίνει τελικά στο Κιλκίς. Επιτροπή Στρωμνιτσιωτών μαζί με τον μητροπολίτη τους Αρσένιο και το λοχαγό του πεζικού Βλάσιο Τσιρογιάννη, παρουσιάστηκε στο Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Στέφανο Δραγούμη για να συζητήσουν το ζήτημα της εγκατάστασης των προσφύγων. Ο Δραγούμης δήλωσε στην επιτροπή ότι είχε αποφασίσει η εγκατάσταση των Στρωμνιτσιωτών να γίνει στην περιφέρεια του Κιλκίς και τους ενημέρωσε ότι ορίστηκαν επιτροπές που θα φρόντιζαν για τη μεταφορά των προσφύγων, τη σταδιακή τους εγκατάσταση, την κατασκευή παραπηγμάτων, την επισκευή των σπιτιών που δεν είχαν καταστραφεί εντελώς και την τοπογραφική αποτύπωση του τόπου εγκατάστασης τους. Ο Δραγούμης τους ενημέρωσε επίσης ότι στο Κιλκίς θα εγκατασταθούν και οι Μελενικιώτες «οίτινες θα αποτελέσουν ιδιαίτερον συνοικισμόν, χωριζόμενοι από την Νέαν Στρώμνιτσαν δια λεωφόρου».

Πηγή: Απόσπασμα από το δίτομο έργο του Θανάση Βαφειάδη "Χρονικό του Κιλκίς 1913 - 1940", Ιδιωτική έκδοση, Κιλκίς, 2013.