Ἔρευνα - παρουσίαση: Θεόδωρος Π. Μποράκης
Ἡ Ἀρτάκη τῆς
Μητροπόλεως Κυζίκου (Erdek)[1] [2]
Ἡ Ἀρτάκη εἶναι παραλιακὴ πόλη στὸ νότιο - νοτιοδυτικὸ τμῆμα τῆς Κυζικηνῆς χερσονήσου στὰ μικρασιατικὰ παράλια τῆς Προποντίδας. Σύμφωνα μὲ τὸν Δημήτριο Σταματόπουλο: «…ἀπέχει 16 χιλιόμετρα βορειοδυτικὰ τῆς Πανόρμου, 110 χιλιόμετρα δυτικὰ - βορειοδυτικὰ τῆς Προύσας καὶ 120 χιλιόμετρα νοτιοδυτικὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Σήμερα ἔχει πάνω ἀπὸ 20.000 κατοίκους, τουρκοκρητικῆς καταγωγῆς στὴν πλειονότητά τους, καὶ εἶναι ἡ πρωτεύουσα τοῦ ἑνοποιημένου, πλέον, Δήμου ποὺ περιλαμβάνει ὅλα τὰ χωριὰ τῆς Κυζικηνῆς χερσονήσου.[3] Ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς 43 κοινότητες τῆς Μητροπόλεως Κυζίκου[4] ποὺ ὁ πληθυσμός της διώχθηκε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴ Συνθήκη τῆς Λωζάνης τὸ 1923.[5]
[1] Ἱστοσελίδα τοῦ Ἱδρύματος
Μείζονος Ελληνισμοῦ, θεματικὴ ἑνότητα «Ἀρτάκη», Δημήτριος Σταματόπουλος, 2002
http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=3770
[2] Ἱστοσελίδα EVIAPORTAL https://eviaportal.gr/i-istorikh-artaki-tis-kyzikoy/
[3]
Ἐκδόσεις «Κύζικος» https://www.kyzikos.gr/h-kyzikos/i-artaki/
[4] Στὴν ἱστοσελίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στὴν ἑνότητα Μητρόπολη Κυζίκου
[http://users.sch.gr/markmarkou/katalog/ecp/kyzikos.htm] ἀναφέρονται 40
κοινότητες τῆς Μητροπόλεως: «Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα (μετὰ τὸ
1913) ἡ Μητρόπολη Κυζίκου περιλάμβανε τοὺς κατωτέρω οἰκισμούς: 1) Ἀρτάκη
(Erdek), 2) Βαθὺ (Turan), 3) Γωνιὰ (Ocaklar), 4) Διαβατὴ (Çayağzı),
5) Δρακούντα (Doğanlar), 6) Καστέλλιον
(Kestanelik), 7) Κατάτοπος (Ormanlı), 8)
Κάτω Νεοχώριο (Aşağıyapıcı), 9) Ἄνω Νεοχώριο (Yukarıyapıcı), 10) Μηχανιώνα (Çakılköy), 11) Πέραμος
(Karsiyaka), 12) Ρόδα (Narlı), 13)
Λαγγάδα (Ballıpınar), 14) Χαράκι (İlhanköy), 15) Πάνορμος (Bandırma), 16) Γετζὲς (Yenice),
17) Σκαμνιὲς (Dutliman), 18) Ἐδιντζήκι (Edincik), 19) Σμαῦλο (Gölyaka), 20)
Μουσάτζα ἢ Ἀβασικὰ (Misakça), 21) Γκιονὲν (Gönen), 22) Κιλήκι (Killik), 23)
Κοτζιὰ Μπουνὰρ (Kocapınar), 24) Σαρὴ Κιοΐ (Sarıköy), 25) Χαβουτζὴ
(Havutça), 26) Ἐλπιζλὴ (Hafız-hüseyinbey), 27) Σογιοὺτ (Söğütköy), 28) Μπάλια ἢ Βαλλιὰ (Balya), 29) Μπαλοὺκ Ἐσὲρ (Balıkesir), 30) Τόιμπελεν ἢ Τοπελένι
(Toybelen), 31) Γενὴ Κιοΐ (Yeniköy), 32) Ἀλατζὰ Μπαΐρ (Alacabayir), 33) Σιντιργὶ
(Sındırğı), 34)
Ἰβρεντὴ (İvrindi), 35) Παλάτι ἢ Μπαλὰ
(Dursunbey), 36) Τὰς Κεσὶ (Taşkesiği), 37) Χατζὴ Παγώνη (Şevketiye), 38) Κοπάση (Kubaş), 39) Καραϊδίνι (Karaaydin), 40) Ἀλὰ
Κιλισὲ (Gündoğdu).»
[5] Περιοδικὸ «Θρακικά», σύγγραμα περιοδικὸν ἐκδιδόμενον ὑπὸ
τοῦ ἐν Ἀθήναις «Θρακικοῦ Κέντρου», τόμος 23ος, ἐν Ἀθήναις 1955.
Θεματικὴ ἑνότητα: «Ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς κατὰ τὸ ἔτος 1911 εἰς τὰς περιοχὰς τοῦ
Ὀθωμανικοῦ Κράτους ἀπὸ τὰς ὁποίας ἐξεδιώχθη διὰ τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάνης τῷ 1923»
τοῦ Μιλτιάδου Σαραντῆ. Στοιχεία γιὰ τὸν πληθυσμὸ τῆς Μητρόπολης Κυζίκου (1911):
Κοινότητες 43, Ἕλληνες κάτοικοι 41.331.
Οἱ Μουσουλμάνοι τῆς Ἀρτάκης
ἦταν γεωργοί, εὔποροι κτηματίες ἢ καὶ κρατικοὶ ὑπάλληλοι. Ὡστόσο τὸ ἑλληνορθόδοξο
στοιχεῖο ἦταν αὐτὸ ποὺ πρωτοστατοῦσε στὴν οἰκονομικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ τῆς
πόλης. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν καταγωγὴ τῶν ἑλληνορθόδοξων κατοίκων τοῦ οἰκισμοῦ, οἱ
περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς θεωροῦνταν ντόπιοι. Ὑπῆρχαν ὡστόσο καὶ ἀρκετοὶ ἔποικοι
εἴτε ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ Αἰγαίου (Κρήτη, Δωδεκάνησα, νησιὰ Βορείου Αἰγαίου, καὶ
κυρίως Μυτιλήνη) εἴτε ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Μακεδονίας. Ἡ παρουσία πολλῶν
κατοίκων νησιωτικῆς καταγωγῆς ἴσως νὰ εξηγεῖ τόσο τὸ «νησιώτικο» χρῶμα πολλῶν
τραγουδιῶν τῶν Ἀρτακηνῶν ὅσο καὶ τὴν ὕπαρξη πολλῶν διαλεκτολογικῶν ἰδιαιτεροτήτων
ποὺ διέκριναν τὴν Ἀρτακηνὴ ντοπιολαλιά.
Ἐκκλησία[1] - Ἡ Ἀρτάκη ἦταν ἡ ἕδρα τῆς μητρόπολης Κυζίκου. Ὁ πλήρης τίτλος τοῦ μητροπολίτη Κυζίκου ἦταν «μητροπολίτης Κυζίκου, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος παντὸς Ἑλλησπόντου». Ἡ μητρόπολη ἦταν πέμπτη τῇ τάξει στὴν ἱεραρχία τῶν μητροπόλεων τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου (στὸ συνταγμάτιο μάλιστα τοῦ 1905 ἀνέρχεται στὴν 4η θέση). Ἡ Ἀρτάκη εἶχε δύο ναούς: τὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ποὺ βρισκόταν δίπλα στὴ δυτικὴ παραλία τῆς πόλης καὶ μιὰ ἄλλη ἐκκλησία παλαιότερη, ἀφιερωμένη στοὺς Ἁγίους Θεοδώρους, στὸ κέντρο τῆς Ἀρτάκης. Ὁ μητροπολιτικὸς ναὸς ἦταν παλαιὰ ἐκκλησία, ἡ ὁποία παραδόξως δὲν βρισκόταν ἐντὸς τῆς παλαιᾶς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀλλὰ στὴν ἐνορία τῆς Μεγάλης Παναγίας ἢ Λεβεντίστρας, ἐνῶ ἦταν χτισμένος πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου.
Ὁ Κων. Μακρὴς ὑποθέτει ὅτι οἱ δύο ναοί, τοῦ Ἁγίου
Νικολάου καὶ τῆς Θεοτόκου, πρέπει νὰ καταστράφηκαν ἀπὸ πυρκαγιὰ (τοποθετεῖ τὸ
γεγονὸς πρὶν ἀπὸ τὸ 1800) καὶ οἱ κάτοικοι ἀποφάσισαν νὰ ἀνεγείρουν ἕναν ἐνιαῖο
μητροπολιτικὸ ναό. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ ἐνορίτες τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἦταν πιὸ εὔποροι ὡς
ἀσχολούμενοι μὲ τὴ ναυτιλία, ἐπέβαλαν ὡς ὄνομα τῆς νέας ἐκκλησίας αὐτὸ τοῦ Ἁγίου
Νικολάου. Πάντως ὁ μητροπολιτικὸς ναὸς καταστράφηκε ἐκ νέου ἀπὸ πυρκαγιὰ τὸ
1854 καὶ ἀνοικοδομήθηκε μεγαλοπρεπέστερος τὸ 1857 μὲ πρωτοβουλία τοῦ τότε
μητροπολίτη Κυζίκου (1845 - 1860) καὶ μετέπειτα πατριάρχη Ἰωακείμ Β΄(1860 -
1863, 1873 - 1878). Μέσα στὸν περίβολο τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ χτίστηκε καὶ τὸ
νέο κτήριο τῆς μητρόπολης, ποὺ ἀποτελοῦσε κατοικία τοῦ μητροπολίτη καὶ εἶχε ἐπίσης
καταστραφεῖ στὴ μεγάλη πυρκαγιὰ τοῦ 1854. Τὸ κτήριο αὐτὸ ἀποπερατώθηκε ἐπὶ τῶν
ἠμερῶν τοῦ μητροπολίτη Κυζίκου Κωνσταντίνου (Ἀλεξανδρίδη) τὸ 1909. Τόσο ἡ ἐκκλησία
ὅσο καὶ τὸ μητροπολιτικὸ μέγαρο καταστράφηκαν ἀπὸ τὴ μεγάλη πυρκαγιὰ τὸν Αὔγουστο
τοῦ 1917. Ἐπίσης στὴν Ἀρτάκη ὑπῆρχε μικρὸς ναὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτήρος ὁ
ὁποίος χτίστηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη μὲ πρωτοβουλία ὁμώνυμου σωματείου, ποὺ ἱδρύθηκε
ἀπὸ τὶς συντεχνίες καὶ τὶς ἄλλες ἐπαγγελματικὲς τάξεις τῆς πόλης γιὰ τὸν σκοπὸ
αὐτόν. Περίφημη γιὰ τὴν πόλη τῆς Ἀρτάκης ἦταν ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς
Φανερωμένης, γνωστὴ καὶ ὡς Teke Manastir.[2] Ἡ
μονὴ βρισκόταν 14 χλμ. βορειοανατολικὰ τῆς Ἀρτάκης καὶ 14 χλμ. βορειοδυτικὰ τῆς Περάμου,
σὲ μιὰ κοιλάδα τοῦ Δινδύμου ὄρους ποὺ τὴ διέτρεχε ἀνώνυμος ποταμός. Ἡ μονὴ ἦταν
γνωστὴ γιὰ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, γιὰ τὴν ὁποία ὑπῆρχε ἡ παράδοση ὅτι
τὴ ζωγράφισε ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Πιθανότατα ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὴ
μονὴ τῆς Θεοτόκου τῆς ἐπονομαζόμενης Σιγριανῆς (ἢ μονὴ τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ)[3], ἡ
ὁποία βρίσκεται δίπλα στὸ παράλιο χωριὸ Κουρσουμλί, μεταξὺ τῆς ἐπαρχίας Κυζίκου
καὶ τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ρυνδάκου.
[1] Ἱστοσελίδα τοῦ Ἱδρύματος
Μείζονος Ἐλληνισμοῦ, «Ἀρτάκη» Δημήτριος Σταματόπουλος 2002.
http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=3770
[2]
Ἱστοσελίδα Ἱδρύματος Μείζονος Ἑλληνισμοῦ, ἑνότητα «Ἀρτάκη». (Σημείωση τοῦ
Δημήτριου Σταματόπουλου) Janin, R., Les églises et les monastères
des grands centres byzantins (Bithynie, Hellespont, Latros, Galésios,
Trébizonde, Athènes, Thessalonique) (Paris 1975),
σελ. 203 - 205.
[3] Ἱστοσελίδα Ἱδρύματος Μείζονος Ἑλληνισμοῦ, ἑνότητα «Ἀρτάκη». (Σημείωση τοῦ Δημήτριου Σταματόπουλου) Janin, R., Les églises et les monastères des grands centres byzantins (Bithynie, Hellespont, Latros, Galésios, Trébizonde, Athènes, Thessalonique) (Paris 1975), σελ.195 - 199.
Ἡ εἰκόνα φιλοξενοῦνταν
σὲ ἀπλὸ παρεκκλήσι μέχρι τὸ 1846, ὁπότε ὁ τότε ἀρχιμανδρίτης Παναγιώτης
Παπαδόπουλος ἢ Παπαδημητρίου (πιὸ γνωστὸς ὡς παπὰ Πάνος), ἁπὸ τὴ Βύσανη τῆς Ἠπείρου,
ἀποφάσισε νὰ χτίσει ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε τὸν πυρήνα τῆς νέας μονῆς. Ὁ
παπὰ Πάνος ὑπῆρξε ἡγούμενος τῆς μονῆς γιὰ σχεδὸν μία τριακονταετία. Μετὰ τὴν ἀνακαίνισή
της τὸ 1895 μὲ τὸ χτίσιμο νέων ξενώνων γιὰ τοὺς προσκυνητές, τὰ ἔσοδα τῆς μονῆς
αὐξήθηκαν κατακόρυφα, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἔλεγχός της νὰ ἀποτελέσει πηγὴ χρόνιας
διαμάχης μεταξὺ τῶν δημογεροντιῶν τῆς Ἀρτάκης καὶ τῆς Περάμου. Τελικὰ ἡ ἀντιπαράθεση
ἔλαβε τέλος τὸ 1903, ὅταν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφάσισε νὰ μετατρέψει τὴ
μονὴ σὲ σταυροπηγιακὴ καὶ νὰ διαμοιράζει τὰ εἰσοδήματά της μὲ τὴν ἑξῆς ἀναλογία:
τὸ 60% στὴ δημογεροντία τῆς Περάμου καὶ τὸ 40% στὴ δημογεροντία τῆς Ἀρτάκης καὶ
τῶν γύρω χωριῶν. Στὴν Ἀρτάκη ἐπίσης ὑπῆρχαν πολλὰ παρεκκλήσια: τῆς Ἁγίας
Παρασκευῆς (μέσα στὴν πόλη), τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα (Ἁϊ Ἀντριά),
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τοῦ Ἁϊ Λιᾶ, τοῦ Ἁϊ Συμιοῦ (Συμεών), τῆς Ἁγίας Σωτήρας
(παρεκκλήσι πίσω ἀπὸ τὸ ἀρρεναγωγεῖο τῆς πόλης, τὸ ὁποῖο εἶχε καὶ ἁγίασμα).
Ἐκπαίδευση[1]
- Τὸ πρῶτο σχολεῖο στὴν Ἀρτάκη
λειτούργησε, πιθανὸν σὲ ἐνοικιαζόμενο κτήριο, στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα
ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ μητροπολίτη Κυζίκου Μακαρίου (1806 - 1811). Στὴν ἵδρυση ὅπως
καὶ στὴ χρηματοδότησή του ἔπαιξε ἰδιαίτερα σημαντικὸ ρόλο ἡ ἀρτακηνὴ οἰκογένεια
τῶν Θεολόγων. Ὅταν αὐτὴ ἐγκατέλειψε τὴν Ἀρτάκη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Πόλη ἐξαιτίας
ἐνδοκοινοτικῶν ἀντιπαραθέσεων, τὸ σχολεῖο αὐτὸ παρήκμασε καὶ ἔκλεισε. Ὕστερα ἀπὸ δύο δεκαετίες περίπου, ἐπὶ
τῶν ἡμερῶν τοῦ μητροπολίτη Κυζίκου Ματθαίου Β' (1827 - 1831), χτίστηκε τὸ
πρῶτο σχολεῖο τῆς πόλης. Τὸ σχολεῖο αὐτὸ δὲν κάηκε στὴ μεγάλη πυρκαγιὰ τοῦ 1854
καὶ συνέχισε νὰ λειτουργεῖ μέχρι τὸ 1890 - 1891, ὁπότε κατεδαφίστηκε καὶ στὴ
θέση του χτίστηκε τὸ νέο ἀρρεναγωγεῖο. Μέχρι τὸ 1878 ἡ Ἀρτάκη διέθετε μόνο δύο ἐκπαιδευτικὰ
καταστήματα: μία ἀστικὴ σχολή, τὴν ὁποία παρακολουθοῦσαν περὶ τοὺς 300 μαθητές,
ἀγόρια καὶ κορίτσια, μὲ ἕναν δάσκαλο τὸν ὁποῖο βοηθοῦσε στὸ ἔργο του ἕνας
ψάλτης τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ, καὶ μία ἑλληνικὴ σχολή, ὅπου περίπου 30 μαθητὲς
μοιρασμένοι σὲ 3 τάξεις διδάσκονταν ἀποκλειστικὰ ἑλληνικὰ μαθήματα. Ἀπὸ τὸ 1878
- 1879 τὰ ἐκπαιδευτικὰ πράγματα ἄρχισαν νὰ βελτιώνονται μὲ τὴν ἵδρυση παρθεναγωγείου
καὶ νηπιαγωγείου καὶ τὴν ταυτόχρονη μετατροπὴ τῆς ἀστικῆς σχολῆς σὲ ἀρρεναγωγεῖο.
Ἡ εἰκόνα τῶν ἐκπαιδευτικῶν
καταστημάτων τῆς Ἀρτάκης στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα εἶχε ὡς ἑξῆς: α) ἕνα
ἑπτατάξιο ἀρρεναγωγεῖο, τὸ ὁποῖο στεγαζόταν σὲ κτήριο ψηλό, εὐήλιο καὶ εὐάερο,
χτισμένο τὸ 1890 - 1891, σὲ αὐτὸ φοιτοῦσαν περὶ τοὺς 400 μαθητὲς καὶ δίδασκαν 7
δάσκαλοι, β) ἕνα παρθεναγωγεῖο, ποὺ στεγαζόταν σὲ ἐνοικιαζόμενο ἀπὸ τὴν
κοινότητα κτήριο, πεντατάξιο, μὲ 4 δασκάλες καὶ 150 μαθήτριες, καὶ γ) ἕνα
νηπιαγωγεῖο, ἐπίσης σὲ ἐνοικιαζόμενο οἴκημα, μὲ 200 - 300 νήπια.
[1] Ἱστοσελίδα Ἱδρύματος Μείζονος Ἑλληνισμοῦ, «Ἀρτάκη». Δημήτριος Σταματόπουλος, 2002. http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=3770
Ἡ κοινοτικὴ δαπάνη ἐτησίως
ἀνερχόταν στὸ ποσὸ τῶν 500 περίπου χρυσῶν ὀθωμανικῶν λιρῶν.[1] Τὸ
1908, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ μητροπολίτη Κυζίκου Ἀθανασίου (Μεγακλέους), μπῆκαν τὰ
θεμέλια τοῦ νέου ἀρρεναγωγείου, τὰ σχέδια τοῦ ὁποίου ἐκπονήθηκαν ἀπὸ τὸν ἀρχιτέκτονα
Καμπανάκη, ὁ ὁποίος διέμενε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀρχιτεκτονικὰ τὸ κτήριο ἀποτελοῦσε
μινιατούρα τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἡ οἰκοδόμησή του στοίχισε 7.000
χρυσὲς ὀθωμανικὲς λίρες καὶ ἐγκαινιάστηκε στὶς 8 Νοεμβρίου 1911 ἐπί μητροπολίτη
Κυζίκου Γρηγορίου Ζερβουδάκη (τοῦ μετέπειτα Οἰκουμενικοῦ
Πατρι-άρχη Γρηγορίου Ζ'). Ἐπίσης στὴν Ἀρτάκη ὑπῆρχε καὶ ὀθωμανικὸ σχολεῖο,
τὸ ὁποῖο συντηροῦνταν ἀπὸ τὸ κράτος καὶ τὸ παρακολουθοῦσαν περὶ τοὺς 150
μαθητές. Τὴν ἐκπαιδευτικὴ κίνηση στὴν Ἀρτάκη τὴ στήριξαν σωματειακὲς ἑνώσεις ὅπως
τὸ φιλεκ-παιδευτικὸ σωματεῖο «Δίνδυμος» (τὸ ὁποίο συνετέλεσε ἰδιαίτερα
στὴν οἰκοδόμηση τοῦ ἀρρεναγωγείου τὸ 1890 - 1891) καὶ ἡ «Φιλεκπαιδευτικὴ Ἀδελφότητα
τῶν Ἀρτακηνῶν» στὴν Κωνσταντινούπολη (τῆς ὁποίας ὅμως οἱ προσπάθειες εἶχαν ἐμποδιστεῖ
ἀπὸ τὸν τότε μητροπολίτη Κυζίκου Νικόδημο). Ἐπίσης στὴν Ἀρτάκη λειτούργησε
καὶ μιὰ σειρὰ ἄλλων σωματείων, ὄπως ἡ «Ἀδελφότης τοῦ Ἁγίου Νικολάου» (ἱδρύθηκε
γιὰ τὸν καλλωπισμὸ τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῆς πόλης, ἐνῶ μετὰ τὴν καταστροφή
του στὴν πυρκαγιὰ τοῦ 1917 συνέβαλε στὴν ἀνοικοδόμησή του), τὸ «Σωματεῖον τῆς
Μεταμορφώ-σεως», ἡ «Ἀδελφότης πρὸς ἐξωραϊσμὸν τοῦ Νεκροταφείου "Ὁ
Πλούτων"», ἢ ἀκόμα ὁ Μορφωτικὸς κοινοτικὸς σύνδεσμος «Κύζικος», πολλὰ
μέλη τοῦ ὁποίου εἶχαν συνδεθεῖ μὲ τὴν «Ἐθνικὴ Ὁργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» τῶν Ἴωνα
Δραγούμη καὶ Σουλιώτη-Νικολαΐδη.
Οἰκονομία[2] - Ἡ Ἀρτάκη ἀποτελοῦσε τὸ ἐμπορικὸ κέντρο ὅλων τῶν χωριῶν τῆς Κυζικηνῆς Χερσονήσου (Γωνιά, Ρόδα, Χαράκι, Δρακούντα, Βαθύ, Κατάτοπος). Τόσο τὰ μαγαζιὰ (οἱ ἔμποροι δηλαδὴ τῶν χωριῶν αὐτῶν) ὅσο καὶ οἱ ἀπλοὶ κάτοικοί τους προμηθεύονταν ἐμπορεύματα ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τῆς Ἀρτάκης. Τὸ ἴδιο συνέβαινε μὲ τὰ χωριὰ τῶν Προικονήσων (Μαρμαρά, Ἀλώνη, Ἀφισιά, Κούταλη). Ἀντίστοιχα, οἱ ἔμποροι τῆς Ἀρτάκης ἀγόραζαν τὰ εἴδη τροφίμων ἀπὸ τὴν Πάνορμο καὶ τὰ εἴδη ἐνδύσεως ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τῆς Κωνσταντινούπολης. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἀρτακηνοὺς ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ γεωργία καὶ τὴν ἀλιεία. Οἱ γεωργικὲς δραστηριότητες τῶν Ἀρτακηνῶν ἐπικεντρώνονταν στὴν καλλιέργεια τῆς ἐλιᾶς καὶ τοῦ ἀμπελιοῦ. Μεγάλη ἔκταση τῶν κτημάτων τῆς Ἀρτάκης ἦταν καλυμμένη ἀπὸ ἐλαιόδεντρα. Ἡ ἐτήσια παραγωγὴ ἔφθανε τὰ τέσσερα ἑκατομμύρια ὀκάδες, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ μισὰ ἁλατίζονταν γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν πρὸς βρώση καὶ τὰ ὑπόλοιπα χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὴν παραγωγὴ λαδιοῦ. Μεγάλο τμῆμα τῆς ἐλαιοπαραγωγῆς κατευθυνόταν πρὸς τὸ ἐξωτερικό: Ρουμανία, Ρωσία, ἀλλὰ καὶ βέβαια καὶ πρὸς τὶς ἐσωτερικὲς ἀγορὲς (Κωνσταντινούπολη). Σπουδαιότερο ὅμως γεωργικὸ προϊὸν τῆς Ἀρτάκης θεωροῦνταν τὸ σταφύλι, σὲ πάρα πολλὲς ποικιλίες (βασιλάκια, λευκά, κολόβικα, ροζακιά, τραγανά, μοσχάτα κ.ο.κ.). Ἀπὸ τὰ σταφύλια παράγονταν ἐτησίως περὶ τὰ τέσσερα ἑκατομμύρια ὀκάδες κρασί, τὸ ὁποῖο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ ἀπορροφοῦσε ἡ ἀγορὰ τῆς Κωνσταντινούπολης λόγω τῆς ἐξαιρετικῆς ποιότητάς του. Τὸ κρασὶ μεταφερόταν στὴν Πόλη μὲ ἱστιοφόρα, τὰ ὁποῖα ἦταν συνήθως ἰδιοκτησία κατοίκων ποὺ ἦταν ταυτόχρονα καὶ οἰνοπαραγωγοί. Πολλοὶ Ἀρτακηνοὶ οἰνοπαραγωγοὶ καὶ οἰνέμποροι εἶχαν πλουτίσει κατὰ τὴν περίοδο ποὺ φυλλοξήρα εἶχε πλήξει τὴ γαλλικὴ ἀμπελουργία στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα. Ἐπίσης σπουδαῖο προϊὸν γιὰ τὴν ἀγροτικὴ οἰκονομία τῆς πόλης ἦταν καὶ τὸ μετάξι, τὸ ὁποῖο πωλοῦσαν στὴν ἀγορὰ τῶν Μουδανιῶν. Ἡ ἐτήσια παραγωγὴ κουκουλιῶν ἔφθανε στὴν Ἀρτάκη τὶς 250.000 - 300.000 ὀκάδες. Τέλος, σημαντικὴ ἦταν καὶ ἡ παραγωγὴ διαφόρων ὀπωρικῶν (κεράσια, βερύκοκα, πεπόνια, καρπούζια). Βασικὴ ἐπίσης γιὰ τὴν οἰκονομικὴ ζωὴ τῆς πόλης ἦταν ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴν ἀλιεία καὶ τὴ ναυτιλία. Οἱ ψαράδες τῆς Ἀρτάκης ἀλίευαν κυρίως σαρδέλες, σκουμπριά, κολιοὺς καὶ παλαμίδες. Ὁ συνήθης τρόπος ψαρέματος ἦταν τὸ πυροφάνι. Οἱ Ἀρτακηνοὶ διέθεταν πρὶν ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ περὶ τὰ 60 ἱστιοφόρα. Ἀπὸ αὐτὰ μόνο ἕνα ἀνῆκε σὲ Τοῦρκο ἰδιοκτήτη, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ εἶχε πλήρωμα ἑλληνικό. Ἡ Ἀρτάκη εἶχε δύο ἀγορές: τὴν τουρκική, ποὺ βρισκόταν δίπλα στὴν τοποθεσία «Πόρτα», ὅπου καὶ ἡ παλαιὰ πύλη τοῦ φρουρίου τῆς πόλης, καὶ τὴν ἑλληνική, ἡ ὁποία βρισκόταν δίπλα στὸ λιμάνι, γύρω ἀπὸ μεγάλη τετράγωνη πλατεία. Ἡ πρώτη εἶχε λίγα καφενεῖα, παντοπωλεῖα καὶ ἐργαστήρια (πεταλωτήρια κ.λπ.). Ἡ ἑλληνικὴ ἀγορὰ διέθετε τὰ περισσότερα ἐμπορικὰ καταστήματα τῆς πόλης καὶ ἐκεῖ γινόταν σὲ ἑβδομαδιαία βάση τὸ μεγάλο παζάρι τῆς πόλης (κάθε Σάββατο). Πάνω ἀπὸ τὴν ἀποβάθρα τῶν ἀτμόπλοιων ἦταν χτισμένο τὸ Δημαρχεῖο τῆς πόλης, δίπλα τὸ Τελωνεῖο, τὸ κτήριο τοῦ Μονοπωλίου τῶν Καπνῶν, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ μεγάλα καφενεῖα τῆς Ἀρτάκης, μὲ σημαντικότερο τὸ κοινοτικό, γνωστὸ μὲ τὸ ὄνομα «Τσαρδάκι».
[1]
Ἱστοσελίδα Ἱδρύματος Μείζονος Ἑλληνισμοῦ, ἑνότητα «Ἀρτάκη». (Σημείωση τοῦ
Δημήτριου Σταματόπουλου). Τὰ στοιχεῖα ποὺ δίνει ἡ στατιστικὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου γιὰ τὸ 1905 ἀναφέρονται σὲ μία ἀστικὴ σχολὴ (ἀρρεναγωγεῖο) μὲ 350
μαθητὲς καὶ 5 δασκάλους, ἕνα παρθεναγωγεῖο μὲ 75 μαθήτριες καὶ 2 δασκάλες καὶ ἕνα
νηπιαγωγεῖο μὲ 150 νήπια καὶ μία νηπιαγωγό. Ὁ προϋπολογισμὸς τῶν σχολείων ἔφθανε
ἐτησίως τὶς 450 χρυσὲς ὀθωμανικὲς λίρες· βλ. Ἡμερολόγιον Ἐθνικῶν
Φιλανθρωπικῶν Καταστημάτων (Κωνσταντινούπολη 1905), σελ. 179.
[2] Ἱστοσελίδα Ἱδρύματος Μείζονος Ἑλληνισμοῦ, «Ἀρτάκη». Δημήτριος Σταματόπουλος, 2002. http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=3770
Λαϊκὸς Πολιτισμὸς[1] - Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ ἔθιμα ποὺ χαρακτήριζε ἕνα μέρος τῆς ἀρτακηνῆς κοινωνίας, μὲ εὐρύτερες ἐπιπτώσεις καὶ στὴ λειτουργία τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν, ἦταν τὸ γαμήλιο ἔθιμο ποὺ ἤθελε τὴν κόρη νὰ μὴν ἐγκαταλείπει τὴν πατρικὴ οἰκία μετὰ τὸ γάμο της ἀλλὰ νὰ προικίζεται μὲ αὐτή, οὕτως ὥστε νὰ γηροκομεῖ τοὺς γονείς της. Τὸ ἔθιμο αὐτὸ εἶναι γνωστὸ καὶ ἀπὸ περιπτώσεις αἰγαιοπελαγίτικων νησιῶν, ὅπως ἡ Μυτιλήνη καὶ ἡ Σάμος. Ἕνα ἄλλο ἔθιμο ἐπίσης, χαρακτηριστικὸ γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους πολλῶν περιοχῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἦταν τὸ κάψιμο ἑνὸς ὁμοιώματος Ἑβραίου τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, μετὰ τὴ Δευτερανάσταση (γιὰ τὴν ἀκρίβεια πυροβολοῦσαν τὸ ὁμοίωμα μὲ μικρὰ ἐμπροσθογεμὴ τουφέκια, τὰ καρτίσια, ἐνῶ αὐτὸ κρεμόταν ἀπὸ δένδρο στὸν περίβολο τῆς ἐκκλησίας. Ἦταν ἡ μοναδικὴ περίπτωση ποὺ ἡ ὀθωμανικὴ διοίκηση ἐπέτρεπε στοὺς κατοίκους νὰ ὁπλοφοροῦν).
Μετανάστευση - προσφυγιὰ[2]
- Ἀρκετοὶ κάτοικοι τῆς Ἀρτάκης ἀναγκάστηκαν νὰ μεταναστεύσουν μακριὰ ἀπὸ τὸν
τόπο τους. Πολλοὶ μετανάστευσαν στὴν Ἀμερικὴ στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰώνα,
κυρίως μετὰ τὴν ἀπόφαση τῆς ὀθωμανικῆς κυβέρνησης μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τῶν
Νεοτούρκων νὰ ἐπιστρατεύει καὶ χριστιανοὺς στὸν ὀθωμανικὸ στρατό. Στὴν Ἀστόρια
τῆς Νέας Ὑόρκης ὑπάρχει παροικία Ἀρτακηνῶν. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ
μετανάστευση, ὑπῆρξε καὶ ἐσωτερική, ἐντὸς τῶν πλαισίων τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας,
κυρίως πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἦταν ἐγκατε-στημένες περὶ τὶς 30 οἰκογένειες
Ἀρτακηνῶν, ποὺ ἀσχολοῦνταν κυρίως μὲ τὴν πώληση κρασιοῦ. Μετὰ τὴν Ἔξοδο, οἰκογένειες
ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη ἐγκαταστάθηκαν στὸ Μαυρο-χώρι καὶ τὴν Πολυκάρη Καστοριᾶς καὶ τὴ
Νέα Ἀρτάκη Εὔβοιας. Ἀντίθετα, στὴν Ἀρτάκη ἐγκαταστάθηκαν τουρκικές-μουσουλμανικὲς
οἰκογένειες ἀπὸ τὴν Ἱεράπετρα τῆς Κρήτης.
Διωγμοὶ - Στὸ βιβλίο «Μαύρη Βίβλος Διωγμῶν καὶ
Μαρτυρίων τοῦ ἐν Τουρκίᾳ Ἑλληνισμοῦ, 1914 - 1918»[3]
ἀναφέρονται γιὰ τὴν περιοχὴ τῆς Κυζίκου: «Καὶ
τὴν ἐπαρχίαν ταύτην ἀριθμοῦσαν κοινότητας 43 καὶ πληθυσμὸν 43.331, δὲν ἄφηκεν ἀνεπη-ρέαστον
μήτε ὁ διωγμός, μήτε ὁ ἐμπορικὸς ἀποκλεισμός. Ὁμάδες πολυαρίθμων Τούρκων ἐπὶ τούτω ἐντεταλμέναι περιέτρεχον νυχθημερὸν
τὰς κωμοπόλεις καὶ τὰ χωρία καὶ ἐπεσκέπτοντο τὰ ὁμογενὴ καταστήματα ἐμποδίζουσαι
δὶ ὕβρεων καὶ ἀπειλῶν τὴν εἰς αὐτὰ εἴσοδον πελατῶν· ἱεροσπουδασταὶ Τοῦρκοι ἐκήρυττον
τακτικότατα ἐντὸς τῶν τεμενῶν ἐκστομίζοντες πλεῖστα ὅσα ἐναντίον τοῦ ἡμετέρου
στοιχεὶου πρὸς ἐνίσχυσιν τοῦ ἀποκλεισμοῦ· ἔντυπα φυλλάδια διανεμόμενα εἰς τοὺς
συνοίκους μουσουλμάνους ἐνέσπειρον τὸ μίσος καὶ τὴν ἔχθραν κατὰ παντὸς ἑλληνικοῦ
[…] πάντα τὰ χωρία τῆς Κυζικηνῆς χερσονήσου καὶ ἐν γένει τῆς ἐπαρχίας,
κατοικούμενα ὑπὸ φιλησύχων καὶ νομοταγῶν πληθυσμῶν, ὑπέστησαν λεηλασίας οὐκ ὀλίγας.
Ἰδιαιτέρως ὅμως ἐδοκι-μάσθησαν αἱ κοινότητες Ἀρτάκης, Συνδιργί, Πανόρμου καὶ
Βάλιας».
Στὸ ἴδιο βιβλίο[4] ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς σχετικὰ μὲ τὴν πόλη: «Τὴν 2α Αὐγούστου 1914 ἐν τὴ δεκάλεπτον τῆς Ἀρτάκης ἀπεχούσῃ ἀγροτικῇ θέσει «Μύλος» εὐρέθη κυριολεκτικῶς ἐσφαγμένος μεῖραξ 15ετής, ὀνόματι Χρῆστος Βασιλείου Σαρηγιοβάννη, ἀντὶ δὲ τοῦ ἀσυλλήπτου, γνωστοῦ ὅμως κακούργου, ἐκρατεῖτο ἐν ταῖς φυλακαῖς ἐπὶ μῆνας ὁλοκλήρους ὁ πατὴρ τοῦ θύματος ὡς διαπράξας δῆθεν τὴν τραγῳδίαν ταύτην. Τῇ 23η Ὀκτωβρίου 1914 εὑρέθησαν ἐσφαγμένοι διὰ τοῦ μᾶλλον σκληροῦ καὶ θηριώδους τρόπου ἐν τῷ ἡμίωρον τῇ Ἀρτάκης ἀπέχοντι μύλῳ αὐτῶν ὁ Παναγιώτης Γεωργίου καὶ ὁ υἱὸς αὐτοῦ Γεώργιος. Τῇ 22α Νοεμβρίου 1914 ἐσφάγη ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ ὁ ἐξ Ἀρτάκης Ἰωάννης Τρούπογλους. Τῇ 8η Δεκεμβρίου 1914 μουσουλμάνοι μετημφιεσμένοι εἰς στρατιώτας, ἐπέδραμον τὸν πλησίον τῆς Ἀρτάκης μύλον καὶ δείραντες σκληρῶς καὶ μέχρι παραμορφώσεως τοῦ προσώπου τὸν μυλωθρὸν Παῦλον Ἀ. Κόμνου καὶ τὸν παρ’ αὐτῆς φιλοξενούμενον Γεώργιον, ἀπῆλθον συναποκομίζοντες καὶ τὸ ἐν τῷ μύλῳ εὑρεθὲν ἄλευρον».
Σχετικὰ μὲ τὴ μεγάλη φωτιὰ[5] τοῦ
1917, σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Ἱδρύματος
Μείζονος Ἑλληνισμοῦ, «...ἡ φωτιὰ ξεκίνησε
ἀπὸ μία λάμπα στὴν ὁποία ἀντὶ γιὰ πετρέλαιο ἔβαλαν βενζίνη. Οἱ Τοῦρκοι, εἶπαν «ἄσε
τοὺς γκιαούρηδες νὰ καοῦνε», γιὰ νὰ κάνουν ἀρπαγή. Καὶ πῆρε ἡ Ἀρτάκη φωτιὰ καὶ
κάηκε. Σώθηκε μόνο ἕνα μέρος, γιατὶ μὲς στὴν Ἀρτάκη περνοῦσε ἕνα ποτάμι μεγάλο
καὶ ἔτρεχε στὴ θάλασσα. Κι ἔμειναν ἀπὸ ’κεῖ τὰ σπίτια, ἔμεινε τοῦ Μιμίκου (τῆς ἴδιας
οἰκογένειας μὲ τοὺς ἐπιχειρηματίες στὴν Εὔβοια) καὶ ἄλλα σπίτια ἔμειναν ἐκεῖ, τὰ
μαγαζιά, τοῦ πασᾶ καὶ ὅλος ὁ συνοικισ-μός, μέχρι τὴν Ἁγιὰ Σωτήρα. Τὸ 1917 ἔγινε
ἡ φωτιά. Ἦμουν 7 χρονώ. Κάηκαν ὅλα, γίνηκαν στάχτη ὅλα».
Ὁ ξεριζωμὸς τῶν Ἀρτακιανῶν καὶ ἡ προσφυγιὰ[6] - Τὴν 29η Αὐγούστου 1922 μὲ δύο κουβέρτες καὶ λίγα ροῦχα στὰ χέρια
τους, οἱ κάτοικοι τῆς Ἀρτάκης, τῆς ἐπαρχίας τῆς Κυζίκου, ἐγκατέλειψαν τὰ σπίτια
τους, τὴν περιουσία τους, τὶς δουλειές τους, τὸν τόπο τους καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή
τους καὶ μετέβησαν στὸ νησὶ Μαρμαρά. «Ἡ
προσφυγικὴ ἡμῶν ζωὴ ἄρχεται ἀπὸ τὴν 29ην Αὐγούστου τοῦ 1922»,
μὲ αὐτὴ τὴ φράση, Ἀρτακιανὸς πρόσφυγας ξεκινᾶ τὴ διήγηση τοῦ ξεριζωμοῦ τους ἀπὸ
τὴν Ἀρτάκη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἐγκατεστημένοι ἀπὸ τὶς 30 Αυγούστου στὸ νησὶ Μαρμαρά, στὶς 20 Σεπτεμβρίου τοῦ 1922 ἔρχεται διαταγὴ ἀπὸ τὸν λιμενάρχη τοῦ Βασιλικοῦ Ναυτικοῦ νὰ ἐκκενωθεῖ καὶ ὁ Μαρμαρὰς καὶ ἔτσι στὶς 25 Σεπτέμβρη τοῦ 1922 ἐπιβιβάζονται στὸ ἀτμόπλοιο «Εὔξεινος» καὶ μετὰ ἀπὸ 4 ἡμέρες στὴ θάλασσα ἀποβιβάζονται στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ καὶ γιὰ ἕνα ἔτος φιλοξενήθηκαν σὲ στρατιωτικοὺς θαλάμους στὴν Ἄνω Τούμπα. Ἀκόμα καὶ τριάντα οἰκογένειες σὲ ἕνα θάλαμο, στρώνοντας κάτω ὅ,τι κιλίμια καὶ κουβέρτες εἶχαν κουβαλήσει μαζί τους. Ὅσο ὑπῆρχε ἡ βοήθεια τοῦ Ἀμερικάνικου Ἐρυθροῦ Σταυροῦ ἡ κατάσταση ἦταν ἀνεκτή. Μόλις ὅμως μετὰ ἀπὸ ἓξι μῆνες ὁ Ἀμερικάνικος Ἐρυθρὸς Σταυρὸς ἀποχωρεῖ καὶ ἡ εὐθύνη γιὰ τὴ σίτιση καὶ τὴν ὑγεία τῶν προσφύγων περνᾶ στὸ ἑλληνικὸ κράτος, ἀρχίζει ἡ πείνα, ἡ δυστυχία καὶ οἱ ἀρρώστιες. Χτυπημένοι ἀπὸ τὴν ἐλονοσία, τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα, περίπου 400 Ἀρτακιανὲς οἰκογένειες σύστησαν ἐπιτροπὴ ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ Σωκράτη Παπαζώτου καὶ μέλη τοὺς Mιλτιάδη Ψαθέρη, Kωνσταντῖνο Θεολόγο, Kωνσταντῖνο Ἀμυλίδη ἢ Bουλγαράκη καὶ Nικόλαο Kατζάρη γιὰ νὰ βροῦν κατάλληλα μέρη γιὰ μετεγκατάσταση. Ἡ ἐπιτροπὴ μετὰ ἀπὸ ἀναζήτηση κατέληξε στὸν Bατώντα τῆς Eὔβοιας ποὺ ἦταν παραθαλάσσιος καὶ καλύτερος ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπόψεις. Στὶς 24 Σεπτεμβρίου τοῦ 1922 οἱ Ἀρτακιανοὶ πρόσφυγες ἀναχώρησαν μὲ ἀτμόπλοιο ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες ἀποβιβάστηκαν στὸ λιμάνι τῆς Χαλκίδας.
Ἐγκατάσταση Ἀρτακιανῶν στὴν Ἑλλάδα[7] - Σύμφωνα μὲ τὴν ἔρευνα τῆς ἱστοσελίδας «Στὰ Πλάγια Παιονίας», κατὰ τόν τουρκικό διωγμό τὸ 1922, οἱ Ἕλληνες κάτοικοι τῆς Ἀρτάκης ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλη, ἀφίχθηκαν στὴν Ἑλλάδα. Τὸ 73,18% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὴ Νέα Ἀρτάκη Εὔβοιας. Τὸ 5,12% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὰ Σήμαντρα Χαλκιδικῆς. Τὸ 3,21% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκε στὸ Καρασινὰν (Πλάγια) Παιονίας Κιλκίς. Τὸ 1,54% ἐγκαταστάθηκε στὸ Σκλῆθρο Φλωρίνης. Τὸ 1,31% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκε στὸν Κορυσσὸ Καστοριᾶς.
Ἀπὸ 3 ἔως 9 οἰκογένειες ἐγκαταστάθηκαν στὶς παρακάτω περιοχές, μὲ
φθίνουσα σειρά: Λακιὰ Φλωρίνης (9), Γοργόπη Κιλκὶς (8), Νέα Πέραμος Καβάλας
(6), Λευκόβρυση Κοζάνης (5), Πτελέα Δράμας (5), Ἄργος Ὀρεστικὸ Καστοριᾶς (4),
Βοσκοχώρι Κοζάνης (4), Λειψίστα Κοζάνης (4), Στίβος Θεσσαλονίκης (4), Κατερίνη
Πιερίας (3), Κουνάβα Ἠρακλείου (3), Πεῦκα Θεσσαλονίκης (3), Σχολάρι
Θεσσαλονίκης (3).
71 οἰκογένειες διασκορπίστηκαν ἀνὰ 1 ἢ 2 οἰκογένειες στὶς περιοχές: (Ἀπὸ
2 οἰκογένειες) Ἀβραμηλιὰ Δράμας, Ἀριδαία Πέλλας, Ζυγὸς Καβάλας, Καλονέρι
Κοζάνης, Κυρακαλὴ Κοζάνης, Νέα Ρόδα Χαλκιδικῆς, Παλαιὰ Καβάλα Καβάλας,
Πυργαδίκια Χαλκιδικῆς, Χωριστὴ Δράμας, Φέρρες Ἔβρου.
Ἀπὸ 1 οἰκογένεια ἐγκαταστάθηκε στὶς περιοχές: Ἄβας Ἔβρου, Ἀδριανὴ Δράμας, Ἀνάβρυτα Κοζάνης, Βαθύλακος Θεσσαλονίκης, Βαμβακούσα Σερρῶν, Βαρβάρα Εὐβοίας, Βιστρίτσα Εὐβοίας, Βρύουλα Χανίων, Γαστούνη Ἀχαΐας, Γέφυρα Θεσσαλονίκης, Γούνιτσα Λαρίσης, Καλαμίτσι Χαλκιδικῆς, Κάτω Λιποχώρι Πέλλας, Κλειστὴ Δράμας, Κοκκινόχωμα Καβάλας, Κοντοπούλιο Λήμνου, Κρῦα Νερὰ Καστοριᾶς, Κωνσταντινιὰ Καβάλας, Λιμενάρια Θάσου, Λιμένας Θάσου, Μακρυχώρι Καβάλας, Μαυροχώρι Καστοριᾶς, Μεσότοπος Καβάλας, Μικρὸ Ἀλήτσι Λάρισας, Μούσταλη Ἠμαθίας, Νέα Γωνιὰ Χαλκιδικῆς, Νέα Καρβάλη Καβάλας, Νέα Κερασιὰ Χαλκιδικῆς, Νέα Λάμψακος Εὔβοιας, Νέα Μουρσαλίπολις Εὔβοιας, Νέα Πέραμος Ἀττικῆς, Νέα Ποτίδαια Χακλιδικῆς, Νέοι Ἐπιβάτες Θεσσαλονίκης, Νέος Μαρμαρὰς Χαλκιδικῆς, Νικήται Καβάλας, Ξηροπόταμος Χαλκιδικῆς, Ξυλοκέριζα Ἀττικῆς, Παναγίτσα Πέλλας, Πιπεργιὲς Πέλλας, Πολίχνη Θεσσαλονίκης, Προσοτσάνη Δράμας, Πτολεμαΐδα Κοζάνης, Σάρτη Χαλκιδικῆς, Σεβαστιανὰ Πέλλας, Σέρβια Κοζάνης, Σιδηρόνερο Δράμας, Σφενδάμι Πιερίας, Σωτήρης Φλώρινας, Τσάκωνες Πέλλας, Τσάκονη Καστοριᾶς, Φούστανη Πέλλας.
[1]
Ἱστοσελίδα Ἱδρύματος Μείζονος Ἑλληνισμοῦ, «Ἀρτάκη». Δημήτριος Σταματόπουλος, 2002.
http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=3770
[2]
Ἱστοσελίδα Ἱδρύματος Μείζονος Ἑλληνισμοῦ, «Ἀρτάκη». Δημήτριος Σταματόπουλος,
2002. http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=3770
[3]
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, «Μαύρη Βίβλος Διωγμῶν καὶ Μαρτυρίων τοῦ ἐν
Τουρκίᾳ Ἑλληνισμοῦ, 1914 - 1918», 1919, ἑνότητα «Οἱ Διωγμοὶ καὶ τὰ μαρτύρια τοῦ
ἐν Δυτικὴ καὶ Ἀνατολικὴ Μικρὰ Ἀσία ὁμογενοῦς πληθυσμοῦ» στὸ κεφάλαιο Κ’ «Ἐπαρχία
Κυζίκου» σελ.124.
[4]
Στὸ ἴδιο.
[5]
Ἱστοσελίδα EVIAPORTAL
https://eviaportal.gr/i-istorikh-artaki-tis-kyzikoy
[6]
Στὸ ἴδιο.
[7]
Τὰ στοιχεῖα τῶν τόπων ἐγκατάστασης τῶν προσφύγων εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἔρευνας τῆς
ἱστοσελίδας «Στὰ Πλάγια Παιονίας» http://plagia-paionias.blogspot.com,
(Φεβρουάριος 2020) ὕστερα ἀπὸ ἀνάλυση τοῦ «Ὀνομαστικοῦ εὑρετηρίου
ἀγροτῶν προσφύγων» τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀποκαταστά-σεως Προσφύγων, Ἀθήνα, 1928, ποὺ
περιλαμβάνει ὀνομαστικοὺς καταλόγους προσφύγων μὲ ἀναγραφὴ τοῦ τόπου καταγωγῆς
τους καὶ τοῦ τόπου ἐγκατάστασής τους στὴν Ἐλλάδα. Στὴν ἔρευνα τῆς ἱστοσελίδας,
καταμετρῶνται οἱ ἀρχηγοὶ τῶν οικογενειῶν τῶν προσφύγων καὶ ὄχι τὰ μέλη τῶν οἰκογενειῶν
ἢ οἱ κληρονόμοι τους. Κατὰ τὴν ἐπεξεργασία τῶν στοιχείων βρέθηκε νὰ ἔχουν γίνει
διπλοεγγραφὲς στοὺς ἀριθμοὺς δηλώσεων τῶν προσφύγων καὶ παραλείψεις ἐγγραφῶν
προσφύγων. Γιὰ ἀναλυτικὴ καταγραφὴ (κατὰ οικογένεια ποὺ ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη
στὴν Ἑλλάδα, καὶ συγκεντρωτικὸ ἀριθμὸ οἰκογενειῶν κατὰ περιοχὴ ἐγκατάστασης)
παρατίθενται στοιχεῖα στὴν ἱστοσελίδα τοῦ κ. Σταυρακούδη: «Ἐγκατάσταση
προσφύγων ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη - Ἐργαστήριο Ἐφαρμογῶν Πληροφορικῆς καὶ Ὑπολογιστικῶν
Οἰκονομικῶν». Σημειώνεται δὲ πὼς ἀπὸ τὴν καταγραφὴ τῶν οἰκογενειῶν στὴν ἱστοσελίδα
τοῦ κ. Σταυρακούδη δὲν ἀφαιροῦνται οἱ διπλοεγγραφὲς λόγω διπλῶν ἐπωνύμων (πχ.
Γωνιάτης - Πασατσιφλικιώτης Κυριάκος καὶ Πασατσιφλικιώτης - Γωνιάτης Κυριάκος)
καὶ περιλαμβάνονται σ’ αὐτὴν τὰ μέλη τῶν οἰκογενειῶν καὶ οἱ κληρονόμοι.
Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Φανερωμένης Κυζίκου - Πηγή: https://program.ert.gr/details.asp?pid=3639312&chid=10
Δημώδη ἄσματα - «Ἡ Κωνσταντινιά».[1] Τὸ ἄσμα τραγουδιόταν στὴν Ἀρτάκη καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς τῆς Βιθυνίας καὶ Καππαδοκίας. Χορὸς συρτός. Ὑπαγόρευση: Κ. Καπκανῆ καὶ Ἰ. Ἀμβροδῆ.
(δὶς) δὲν εἶναι κι ἁμαρτία, (Καλὴ Κωνσταντινιὰ)
(δὶς) χωρὶς καμμιὰ αἰτία, (Καλὲ Κωνσταντινιὰ)
Κωνσταντινιὰ καὶ Ἄννα μου
νὰ ζήσεις παραμάνα μου.
[1]
Γεώργιος Δ. Παχτίκος, «260 Δημώδη ἑλληνικὰ ἄσματα - Ἀπὸ τοῦ στόματος τοῦ ἑλληνικοῦ
λαοῦ», «Θράκη», Ἀθήνα 1905.
ΣΤ) Έρευνα της ιστοσελίδας «Στα Πλάγια Παιονίας» http://plagia-paionias.blogspot.com, ύστερα από ανάλυση του «Ονομαστικού ευρετηρίου αγροτών προσφύγων» της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Αθήνα, 1928.