"Πλαγιώτικα" μικρό λεξιλόγιο

Στην καθημερινότητά τους οι Πλαγιώτες, ιδιαίτερα κατά τις πρώτες γενιές τους, χρησιμοποιούσαν λεξιλόγιο, που οι νεότεροι και πιο αποκομμένοι απ’ το χωριό, το χαρακτηρίζουν «Πλαγιώτικο». Τα «Πλαγιώτικα» δεν ήταν άλλα από τα θρακιώτικα και τα μικρασιάτικα που τα μιλούσαν αιώνες πριν οι πρόγονοι στις αλύτρωτες πατρίδες. Έτσι μεταφέρθηκαν στου σύγχρονους τα «πλαγιώτικα» μέσα στα χρόνια κι ακούγονται ακόμα και μεταξύ νεώτερων λέξεις όπως: «Αχμάκης» που σημαίνει ανόητος, «Βίτσα» που σημαίνει βέργα, «Γανιάζω» που σημαίνει αγανακτώ, «Κατσιρντίζω» που σημαίνει τα χάνω, «Καλπαζάνης» που σημαίνει τεμπέλης, «Μισκίνης» που σημαίνει βρώμικος, «Μπατάκι» που σημαίνει κατακάθι, «Πίτσκο» που σημαίνει νόθο, μπάσταρδο, «Παρτάλης» που σημαίνει κουρελιάρης, «Σασκίνης» που σημαίνει γελοίος, «Σαψάλης» που σημαίνει όχι σταθερός στο βάδισμα και στα λόγια, «Χουσμετεύω» που σημαίνει υπηρετώ κι άλλες πολλές λέξεις.

Δείγματα του «πλαγιώτικου» λεξιλογίου:

Το αντέτ: Η συνήθεια [Εκάμαμε κι εμείς τ’ αντέτ].

Το αντίδερο: Το αντίδωρο [Εγώ δε χορταίνω με τοσ’ μνιά β’κίτσα, σαν αντίδερο].

Ανασκουμπώνομαι: Γυρίζω τα μανίκια πάνω από τον αγκώνα. [Ανασκουμπώθ’κα να ζ’μώσω τς πίτες].

Αρκουδίζω: Βαδίζω στα τέσσερα. [Μην αρκουδίζεις παιδάκι μ’, και θα μας έρτ’ μουσαφίρ’ς].

Η βούβα: Η κωφαλαλία. [Τον ηύρε η βούβα και η κλειδοστομνιά].

Γανιάζω: Προσπαθώ πολύ. [Με γάνιασε ως να το σώσω].

Το έρμο: Εγκαταλελειμμένο, αδέσποτο. [Γυρίζ’ σαν ντο έρμο τ’  άλογο].

Ζαμακώνω: Χτυπώ δυνατά. [Τονε ζαμάκωσε δυό, αμα καλές].

Η Καλιώρα: Φόβητρο των παιδιών. [Να η Καλιώρα, έρχεται να σε πάρ’].

Καμώνομαι: Γίνομαι. [Να καμωθεί και να σκάσ’]. 

Το καπίστρι: Σχοινένιο σύμπλεγμα που το περνούν στο κεφάλι του αλόγου ή του γαϊδάρου για να τα οδηγούν. [Βγήκε το καπίστρι απ’ το κεφάλι τ’ κι απολύθκε τ’ άλογο].

Καντιρντίζω: Καταπείθω, αποπλανώ. [Απο δω το είχε, από κει το είχε τνε γκαντίρτσε].

Το κασαβέτ: Θλίψη, στεναχώρια. [Τώρα το δκο σ το κασαβέτ θανά ’χω].

Κατσποδιάζομαι: Πάσχω από χρόνιο νόσημα. [Κατσποδιάστκε ο άθρεπος και δε λέι να παρ’ απάνω ’τ].

Ο κεκές: Βραδύγλωσσος. [Ως να ρωτήσ’ ο κεκές «πως τα πάς;» βράδιασε].

Κηρλαντίζω: Φεύγω από την απελπισία μου. [Κηρλάντ’σε το σκυλί και πήρε τα μπαήρια].

Ο Κο(υ)ητής: Απάνεμο μέρος. [Ξαπλώθκα στον κουητή].

Κορώνω: Φλογίζω. [Κόρωσε το πρόσωπο τς].

Κοτάγω: Τολμώ. [ Σα γκοτάς έβγα όξω].


(Πηγή: Τόμος 13 (έτους 1940) και 15 (έτους 1941) του περιοδικού ΘΡΑΚΙΚΑ, ενότητα « Το Τσακήλι των Μετρών – Γλωσσάριον» του Κ. Χουρμουζιάδη).