Ἐπιμέλεια: Θεόδωρος Π. Μποράκης
Ὀκτώβριος 2022
- Παιδιά μου, γιατί χύνεται δάκρυα μὲ τόση λαύρα
κι ὅλα φορᾶτε μαῦρα στὸ ἔρμο αὐτὸ σχολειό;
- Ἔκαψαν τὴ δασκάλα μας Βούλγαροι δολοφόνοι
κι ἔχουμε μείνει μόνοι, χωρὶς μανούλα πλειό.
Γιατὶ ἀπὸ μάνα πιὸ πολὺ μᾶς ἀγαποῦσε ἐκείνη,
ἡ δόλια Αἰκατερίνη ἀπὸ τὴ Γευγελή.
Τῆς εἶπαν νὰ παραδοθεῖ τὰ τέρατα ἐκείνα.
Μ’ αὐτὴ σὰν Μπουμπουλίνα, ἐνῶ πυροβολεῖ, τοὺς λέει
«Δὲν παραδίνεται ποτέ της μιὰ Ἑλληνίδα».
Κι ὡς λύκαινα ἡρωίδα τρεῖς ὧρες τοὺς κρατεῖ.
Μὰ τέλος τὴν ἐκάψανε κι ἐπέταξε στὰ οὐράνια
κι ἐμᾶς σὲ μαύρη ὀρφάνια μᾶς ἄφησε στὴ γῆ.
[2]
Τὸ πλατάνι, ποὺ σὲ βρῆκαν κρεμασμένο
μὲ ἀναρίθμητες στὰ στήθη σου πληγές,
γιγαντώθηκε καὶ μὲ ἄνθη στολισμένο
τ’ ἀντικρίζουν οἱ ζηλιάρες μας ψυχές.
κι’ ὅσα ἐρχόσουνα νὰ εἰπεῖς σ’ αὐτὴ τὴ γῆ,
Τά ’χω νοιώσει! κι ἂν δὲν πρόφτασε τὸ στόμα
τὰ ρητόρεψε τοῦ τάφου σου ἡ σιγή!
Χρόνια πέρασαν ὁ σπόρος τῆς ἰδέας
νὰ μᾶς δώσει τοὺς μεγάλους του καρπούς.
Μὰ τὰ πρῶτα ἐδῶ ξεδίπλα τῆς Σημαίας
στοὺς δικούς σου ἀποκρυνότανε σπασμούς!
Ἡ μάχη τοῦ Γκραντὰτς τοῦ ὄρους Πάικο[1] (ντόπιο σλαβόφωνο δημοτικὸ τραγούδι)
Νὰ Γκραντάτς πονκάγια νὰ Γκονμέντζια σλάνσιαγια
Νὰ Γκομέντζια σλούσαγια κὰ τοὺ λὶστ σὰ στέσαγια
Γκὰρτς Αντάροι ψάρλια Μπονγκάρτσκοι κοντσίϊνια πάϊγιακατ.
Μόμιτε μοὺ νόοι ϊα πιοκέσιε νὰ Γκάρτσιτε
Μόμιτε σὲ σμέϊα Μπουγκάρτσε κόα μπέϊνκια
Γκάρτσιτε οὶ μόλοι Μπουγκάριν νία ζὰ κόλια.
Μπουγκάριν νὰ ζὰ κόλια κράφτα ντὰ μὰ πίϊα.
Κράφτα ντὰ μὰ πίϊαζέμια Γκάτσια ντὰ ισμίϊα.
(μετάφραση)
στὴ Γουμένιτσα ἀκούγανε, σὰν τὰ φύλλα ἔτρεμαν,
Ἕλληνες ἀντάρτες ἔριχναν, βουλγάρικα σκυλιὰ ἔπεφταν.
Τὰ κορίτσια κουβαλοῦσαν δῶρα εἰς τοὺς Ἕλληνας,
τὰ κορίτσια γελούσανε οἱ Βούλγαροι σὰν ἔπεφταν,
οἱ δὲ Ἕλληνες παρακαλοῦσαν Βούλγαρο νὰ ἔσφαζαν.
Βούλγαρο νὰ ἔσφαζαν τὸ αἷμα του νὰ ἔπιναν.
Τὸ αἷμα του νὰ ἔπιναν, τὴν γῆ τὴν ἑλληνικὴ νὰ καθάριζαν.
Μπέλλα Ὀλυμπία[1] (τραγούδι τῆς περιοχῆς Γρίβα)[2]
Τὰ ὄργανα βαροῦνε μπέλλα Λυμπία[3]
τὰ ὄργανα βαροῦνε μπέλλα Λυμπία,
γλυκιά μου μάνα, Γουμεν’σιῶτες πᾶνε
Γουμεν’σιῶτες πᾶνε τ’ς γκρέντες[4] νὰ πάρουν.
Σὰ μπροστὰ πααίνει μπέλλα Λυμπία
σὰ μπροστὰ πααίνει μπέλλα Λυμπία,
γλυκιά μου μάνα, ροῦσο παλικάρι
ὁ Κωνσταντῖνος τ(οῦ) Χατζημητσώρη.
Ἡ μάνα τ’ς δὲν τὴ δίνει μπέλλα Λυμπία,
ἡ μάνα τ’ς δὲν τὴ δίνει μπέλλα Λυμπία,
γλυκιά μου μάνα, πάει κι ὁ Θάνος Μπούζας
πάει κι ὁ Θάνος Μπούζας κι ὁ Γιάννης Πούλκας.
Πάν’ τὰ παλικάρια μπέλλα Λυμπία
πάν’ τὰ παλικάρια μπέλλα Λυμπία,
γλυκιά μου μάνα, νὰ πάρουν τὴ Λυμπία
νὰ πάρουν τὴ Λυμπία νὰ πάν’ στὴν ἐκκλησιά.
(Βλαχόφωνο δημοτικό τραγούδι της περιοχής Μεγάλα Λιβάδια)
Νι αβεάμου ουνου ντόρου ντι τ' χουάρα,
ντι τ μούντσιλι ατσέλλι ντι τ' φάγκου,
σ' μι βιντεάμου νίκα ν' ουάρα,
πί τ' παντούρι κα ννίκου σ' αλάγκου.
Ν' τζούα ουάρα σ' βίνι,
ντι μι βιτζούι ακλό,
ντι σ' πλιντζεά σόια κου μίνι,
λακριμάμου σι ιό ντι καημό.
Χουάρα τζιουμιτάτι,
πούστα νι σ' ασπαρεά,
κάσιλι τούτι σουρπάτι
νικουκίρλι αλόρου σι καφτά.
Μουτρεάμου, μουτρεάμου τανσούσου,
ντι ακάσα ντι λα νόι,
τζένουρλι ντι πι στρι χουάρα
σουσκιρά κουπίι ντι όι.
Σ’ ινσίμου του ιάρμπα βεάρντι,
τας μπέμου ούνα άπα αράτσι,
άπα αράτσι ντι τ’ ίσβουρου,
(μετάφραση)
ἀπὸ τὸ σπίτι τὸ δικό μας,
οἱ λόφοι πάνω ἀπὸ τὸ χωριό,
ἀναστέναζαν γιὰ κοπάδια ἀπὸ πρόβατα.
Νὰ βγοῦμε στὸ χορτάρι τὸ πράσινο,
γιὰ νὰ πιοῦμε ἕνα κρύο νερό,
νερὸ κρύο ἀπὸ τὴν πηγή,
λὲ λέ, Καλύβια (Μ.Λιβάδια) μὲ πόνο.
Στὸ μεγάλο ρεῦμα τοῦ Ἀξιοῦ (Γεώργιος Βαφόπουλος)[1]
Πόσες φορὲς στὸ ρεύμα σου, μεγάλε, ἐρχόμουν, ποταμέ,
τὰ παιδικά μου ὀνείρατα στὸ φλοίσβο σου νὰ πλέκω.
Ἄλλη τρανότερη εὐτυχία ποτὲ δὲ στάθηκε γιὰ μέ,
στὸ ἐπίσημό σου πέρασμα μ’ ἔκσταση θεία νὰ στέκω.
Ἡ ἑλληνικὴ παράδοση νύμφη δὲ σοῦ ’δωκε καμιά,
συντρόφισσα λαχταριστή, κι οὔτε κὰν φαῦνο φίλο.
Ὅμως τὸ ρεῦμα, ὅταν ξεσπᾶ στὴν ἄγριά σου ἀκροποταμιά,
ξυπνᾶ μαζὶ καὶ τὸν ἀρχαῖο τοῦ Κράλη Μάρκου θρὺλο.
[1] Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Τὸ ρόδα τῆς Μυρτάλης» (1931), Γ. Θ. Βαφόπουλος «Ἄπαντα τὰ ποιητικά», Θεσσαλονίκη, ἐκδ. Παρατηρητής, 1990.
Περσικὰ δῶρα (Ντίνος Χριστιανόπουλος)[1]
Λένε πὼς γύρω στὰ 600 π.Χ. οἱ Πέρσες
ἀνακάλυψαν τὰ ἄρβυλα. Μὲ αὐτὰ διείσδυσαν
σιγὰ σιγὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο ἀρχίζοντας
ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα, ὅπως μαθαίνουμε
ἀπ’ τὸν Αἰσχύλο καὶ τὸν Εὐριπίδη.
Μὰ πιὸ πολλὰ σπουδάσαμε
στὸ ἴδιο τὸ Βαρδάρι.
Ἀλλὰ καὶ τὸ Βαρδάρι εἶναι λέξη περσική.
Προέρχεται ἀπὸ μιὰ τουρκοπερσικὴ φυλή,
τοὺς Βαρδαριῶτες, ποὺ ὁ βασιλιὰς τοῦ Βυζαντίου
Θεόφιλος, τὸ 837, τοὺς νίκησε
καὶ τοὺς μετέφερε κοντὰ στὸν Ἀξιό,
λίγο πιὸ πάνω ἀπ’ τὴ Θεσσαλονίκη.
Οἱ νέοι κάτοικοι ὀνόμασαν τὸν ποταμὸ Βαρδάρη,
κι ἀπὸ αὐτὸν πῆρε τὸ ὄνομά του
ὄχι μόνο ὁ ἀέρας ποὺ κάνει ἄνω κάτω τὴ Μακεδονία
ἀλλὰ κι ἡ ἴδια ἡ ἀμαρτωλὴ πλατεία τῆς Θεσσαλονίκης.
Ἀρβύλες καὶ Βαρδάρι, λοιπόν,
τὰ δύο ἀνεκτίμητα περσικὰ δῶρα
πρὸς τὴν ἐρωτικὴ Θεσσαλονίκη·
αὐτὴν ποὺ ξέρει νὰ αἰσθάνεται
μονάχα ὅ,τι λατρεύει.
[1] Ντίνος Χριστιανόπουλος «Παράξενο, ποῦ βρίσκει τὸ κουράγιο κι ἀνθίζει», Ἐκδόσεις Αἰγαῖον, 2010.
Βαρδάρης (A. Aric)
Μὲ τὰ νερὰ ἐρωτεύομαι ποὺ τρέχουν στὰ ποτάμια
καὶ τὰ πικρὰ τὰ ντέρτια μου τοὺς ἐξομολογιέμαι.
Μὲ νανουρίζει τὸ γλυκὸ καὶ θεῖο κελάρυσμά τους
καὶ μοῦ περνοῦν τὰ βάσανα μὲ τὴ γοργὴ ροή τους.
Βαρδάρη, τῆς Μακεδονίας ἐστάθηκες ἡ μάννα.
Σ’ ἐσένα ἡ φαντασία μου πετάει σὰν πεταλούδα.
Ἀπάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ ξεχύνονται οἱ πηγές σου
καὶ ἤρεμα τρέχουν, καθαρά, γαλήνια, τὰ νερά σου.
Κάτω στὸν κάμπο τὸν πλατὺ κυλᾶς θολὸ ποτάμι
καὶ πλημμυρίζοντας συχνὰ χωριὰ καὶ χῶρες πνίγεις.
Τὸ ρέμα σέρνει τῶν παιδιῶν τὶς κούνιες στὴν ὁρμή του
καὶ κάνει νὰ μοιρολογοῦν ἑκατοντάδες μάννες.
Μικρὰ παιδάκια ἀκούγαμε τὸν ζωντανὸ τὸν θρύλο,
πὼς πιάσανε στὴ Γευγελὴ κούνιες μὲ τὶς φασκιὲς τους.
Ποτάμι, ἐσύ ἀνελέητο, τοῦ ὀλέθρου ἐσύ, ποτάμι.
Ὅμως τριγύρω σου ζωὴ καὶ χαρμονὴ σκορπίζεις.
Τριάντα τρία στὸ πνεῦμα μου σ’ ἔχω κλεισμένο χρόνια.
Πολλὲς φορὲς σ’ ἀτένισα μέσα στὰ ὀνείρατά μου.
Κι ἀπ’ τὴν ἡμέρα ποὺ μικρὸς ἐπέρασα κοντά σου,
ἀχνάρια ἐτύπωσες βαθιὰ μὲς στὴν ἀθώα ψυχή μου.
Μιὰ μέρα θὰ γενεῖς πηγὴ εὐημερίας γιὰ ὅλους
καὶ θὰ σκορπᾶς τριγύρω σου παντοῦ τὴν εὐτυχία.
Στὰ διάφανά σου τὰ νερὰ θὰ λάμπει τὸ φεγγάρι
καὶ θά ’ρχονται χαρούμενοι, παιδιά, γυναῖκες κι ἄντρες.
Εἶν’ ἕνας χρόνος ποὺ ξανὰ κοντά σου ἔχω περάσει.
Μαγεύτηκα. Δὲν χόρταινα ὧρες νὰ σὲ κοιτάζω.
Ἀπόλαυσα ἀτενίζοντας τὰ ὁρμητικά σου ρεῖθρα.
Καὶ εἶχα βυθιστεῖ βαθιὰ στὴ φοβερή σου δίνη.
Μὰ τώρα πού ’μαι μοναχὸς πολὺ μακριὰ ἀπὸ σένα,
γιατί δὲ μὲ τραβᾶς ξανὰ στὶς ὄχθες στὰ νερά σου;
(Ἀπόδοση ἀπὸ τὸ τουρκικὸ κείμενο Κώστας Γαβριηλίδης)[1]
[1] Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Μορφὲς» τχ.1, Ὀκτώβριος 1948.
Ἀπ’ τὴ σιωπὴ μὲ λίγες λέξεις
Θὰ σκαρφαλώσω στὸ λόφο Ἄνοιξη
Πίνοντας μὲ τὸ βλέμμα πράσινο
Ἀτέλειωτο φῶς.
Θὰ μαζέψω λίγο κόκκινο χῶμα
Τὸ αἷμα τῆς ἱστορίας
Καὶ ἄνεμο.
Ἀπ’ τὰ μυστικὰ τοῦ Ἀξιοῦ
Στὴν πλάτη ἑνὸς κορμοῦ
Θὰ φτάσω στὴ θάλασσα
Μὲς στὸ Αἰγαῖο νὰ σκορπίζω
Τὶς μυρωδιὲς τῆς πατρίδας μου.
[1] Σάκης Ἀθανασιάδης, ποιητικὴ συλλογὴ «Ὁ μικρὸς ἥλιος κι ἄλλα ὄνειρα τοῦ δρόμου», 2014.
Ἡ δική μου πατρίδα ἔχει ἥλιο
Κόκκινα σύννεφα ποὺ μυρίζουν βοριὰ
Ἔχει ἄρωμα ἀπὸ χῶμα στὰ καφενεῖα
Καὶ κάρβουνα τοῦ ἐμφυλίου
Ἀνάμεσα στὶς σπασμένες πέτρες
Στὴν δική μου πατρίδα
Τὰ τρυγόνια τῆς ἄνοιξης χορεύουν στὸ φῶς
Κι ὅταν κουρνιάζουν στὶς λεῦκες
Ἀκοῦνε τὸ τραγούδι τοῦ Ἀξιοῦ
Ἡ δική μου πατρίδα εἶναι τὸ μάτι ἑνὸς φακοῦ
Στὴ σιωπὴ τοῦ χειμώνα
Τὰ ἐρειπωμένα φυλάκια στὸ χιόνι
Τὰ τρακτὲρ ποὺ οὐρλιάζουν σὰν σκυλιὰ
Τὸ φιλὶ τῆς βροχῆς
Ἀσπίδες ἀπὸ χιόνι ἔχουν στὴν δική μου πατρίδα
Γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπ’ τὸν μεθυσμένο ἥλιο
Γιατὶ τὸ πολὺ φῶς πονάει
Αὐτοὺς ποὺ ἀγάπησαν μόνο τὰ μάτια τους.
[1] Σάκης Ἀθανασιάδης, ποιητικὴ συλλογὴ « Τὸ δαχτυλίδι τῆς ἐλευθερίας», ἰδιωτικὴ ἔκδοση, 2020.
Ἄφησε τὸν ἀγέρα νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ Σκρὰ (Θοδωρὴς Βοριᾶς)[1]
Ἄφησε τὸν ἀγέρα νὰ κατεβαίνει
μανιασμένος ἀπὸ τὸ Σκρά.
Νὰ περνάει ἀπὸ τὶς λόγχες τῶν φρουρῶν
καὶ νὰ ξεσκίζεται,
νὰ λερώνει μὲ σκόνη τὶς στολές τους
καὶ νὰ θαμπώνει τὸ φεγγάρι.
Κοίταξέ τους·
στρατιῶτες ποὺ δὲν καπνίζουνε νωχελικὰ
τὰ φθηνά τους τσιγάρα,
στρατιώτες ποὺ δὲν μιλοῦν
γιὰ τρυφερὰ κορμιά.
Κοίταξέ τους·
στέκουν ἀκίνητοι
κι ἀφουγκράζονται τὸν ἄνεμο
ποὺ ψιθυρίζει ὀνόματα
νεκρῶν συντρόφων τους
στὸν Πολικὸ Ἀστέρα.
[1] Θοδωρὴς Βοριᾶς, ποιητικὴ συλλογὴ «Χαμένες ψηφίδες», ἰδιωτικὴ ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 2012.
Τὰ στενὰ τῆς Τσιγγάνας (Θοδωρὴς Βοριᾶς)
Τὸν Ἀξιὸ ν’ ἀκοῦς
ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὴ Γευγελή...
φίδι ποὺ σέρνεται στὸ χάρτη.
Τὸν Ἀξιὸ ν’ ἀκοῦς
καὶ τῆς «Τσιγγάνας τὰ στενά»[1]
ποὺ ἀκόμα ἀντηχοῦν ἀπὸ τὰ τρένα.
Πέτρινα πολυβολεῖα, ντυμένα μὲ κισσό,
περνοῦν ἀπὸ τὸν ὕπνο σου·
σὰν νὰ κοιτᾶς ἀπ’ τὸ παράθυρο τοῦ βαγονιοῦ.
Τὸν Ἀξιὸ ν’ ἀκοῦς κι ἂς ξέμεινες στὴ Σαλονίκη,
μιὰ σκευοφόρος φάντασμα τοῦ ΟΣΕ,
στέγαστρο ἄστεγων μεταναστῶν
στὴ Μενεμένη.[2]
Τρίζουν οἱ ράγες κι οἱ σιδερένιες γέφυρες,
τὸ ὄνειρο δὲν πεθαίνει·
στοῦ τρένου τὶς γραμμὲς ἀγκομαχάει,
ἀνηφορίζει γιὰ τὴν Εἰδομένη.
[1] Τοπωνύμιο τῶν στενῶν μεταξύ Εἰδομένης καὶ Ἀξιούπολης ποὺ διαρέει ὁ Ἀξιὸς ποταμὸς.
[2] Συνοικία τῆς δυτικῆς Θεσσαλονίκης.
Κι εσύ,
Κολασμένος στη ζωή και στον θάνατο,
στο τσαλακωμένο γράμμα
μες στην τσέπη σου
κι ήσουν στον ουρανό
στη διμοιρία των λασπωμένων ηρώων,
άλλοι μπροστάρηδες δίχως τα λάβαρα,
κι εσύ σαλπιγκτής δίχως το χέρι σου,
δίχως τη σάλπιγγά σου.
Ἀρναουτκιῶτες, Ἀρτακηνοὶ καὶ Μπουγαζιῶτες
-μὲ τὰ ζωνάρια καὶ τὶς τραγιάσκες τους-
ἔρχονται τοῖχο τοῖχο τὰ Ψυχοσάββατα.
Σπρώχνουν νυχτιάτικα τὸ χέρι μου,
ὁδηγοῦν τὴ γραφίδα στὸ χαρτί.
Ἐπιμένουν -μὲ τὸ τουφέκι καὶ μὲ τὸ ἄροτρο-
νὰ γραφτοῦν στὴν Ἱστορία.
Ψιθυρίζουν λόγια ἀπὸ τὴν Ἐξόδιο Ἀκολουθία
κι ὑπογράφουν μὲ σταυρὸ
στὸ βιβλίο μου:
«...Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια;
Ποῦ ἐστιν ἡ τῶν προσκαίρων φαντασία;
Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος;
Ποῦ ἐστιν τῶν οἰκετῶν ἡ πλημμύρα
καὶ ὁ θόρυβος;
Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά…»[2]
[2] Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ Ἰδιόμελα τῆς Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας (Ποίημα τοῦ Ἰωάννου Μοναχοῦ τοῦ Δαμασκηνοῦ).
[15]
Μοναχικὸς γυρισμὸς (Χρῆστος Τουμανίδης)[1]
Γυρίζοντας μεσάνυχτα στὸ σπίτι
εἶδα τὴν ἀπουσία σου.
Κρατήθηκα μιὰ στιγμὴ ἀπὸ πράγματα σκοτεινά.
Πάτησα τὸ διακόπτη καὶ κοίταξα πάλι
καὶ εἶδα
τὸ πρόσωπό σου μοιρασμένο
σὲ κομμάτια χαρτιοῦ,
σὲ ἀκμὲς γυάλινες.
Στὸ τασάκι μὲ τὰ πολλὰ ζουπιγμένα ἀπογεύματα.
Μέσα σὲ στάχτες εἶδα τὸ πρόσωπό σου.
Καὶ τὸ πρόσωπό μου.
Γυρίζοντας μεσάνυχτα
μάλωσα μὲ τὰ πιὸ οἰκεῖα μου ἀντικείμενα.
Οἱ φωτογραφίες ἄδειασαν ξάφνου ἀπ’ τὰ πρόσωπα.
Ἔγιναν μικρὲς τετράγωνες νύχτες.
Ποῦ νὰ βρίσκεσαι τώρα;
Σὲ ποιὰ πλαγιὰ ἀνηφορίζεις μοναχή;
Ποιὰ δέντρα ἐπωμίστηκαν τὶς στιγμές σου;
Γυρίζοντας, εἶδα
τὸ Πάικον στὴ μέση τῆς κάμαρας.
Τὴν Λιθαριὰ μὲ φεγγάρι καὶ
τὰ σκυλιὰ νὰ γαυγίζουν.
Εἶδα τὰ χορταριασμένα παιδικὰ ἀπογεύματα.
Τὴν Κυριακὴ μὲ τὸ κουτσό της ποδάρι,
νὰ κλωτσάει
ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ ἀνθρώπινη ἐπιθυμία μου,
«νὰ τρέξω νὰ προλάβω τὸ Καλοκαίρι».
Ἀπὸ ἕνα παράθυρο κλειστό, ἀγνάντεψα τὶς λιακάδες,
τὸν Γαλαξία μὲ τοὺς ἄγνωστους παιδότοπους,
τὰ νερὰ καὶ τὴ γέφυρα τοῦ Ἀξιοῦ.
Ἀπὸ ἕνα παράθυρο χαμηλὸ
τόσο πού,
λὲς κι ἀκούμπαγε στὸ χῶμα.
Ἀλλὰ ἐσύ
σὲ ποιὰ γωνιὰ ἀγωνιᾶς τώρα;
Πάνω σὲ ποιὸ πλευρὸ τῆς νύχτας ὀνειρεύεσαι;
Ὤ! Ἂς ἦταν ὁ ὕπνος μιὰ γέφυρα νοητὴ ἀνάμεσά μας!
Ἀνάμεσα στὴν Ἔδεσσα καὶ τὸ Χαϊδάρι.
Μιὰ κορδέλα ἂς ἦταν, ὁ μακρὺς δρόμος
ἔτσι πού, μιὰ κίνηση τοῦ χεριοῦ νὰ τὸν τυλίξει
στοιβάζοντας τὰ χιλιόμετρα.
Τὰ βουνά,
τὶς πεδιάδες καὶ
νὰ σ’ ἔφερνε πάλι κοντά μου!
Ἔτσι γιὰ νὰ μπορῶ νὰ μπαίνω ὅπως πρῶτα στὸ σπίτι.
[1] Χρῆστος Τουμανίδης, ποιητικὴ συλλογὴ «Ἡ ὥρα τοῦ λιμανιοῦ», 1987.
Τοῦ Βουνοῦ (Γιάννης Μυτιληναῖος)[1]
Ὢ ἐσὺ Πάικο
ὄρος ἀνάποδο
δίχως φεγγάρια
δίχως φῶς
Ὢ Πάικον ὄρος
μὲ τὴν κορφή σου κάτω
στὰ τρεῖς χιλιάδες πόδια
βαθιὰ μέσα στὴ θάλασσα
σὲ μιὰ ζώνη ποὺ τὴ λὲν
ἀβυσσοπελαγικὴ
σ’ ἕνα μέρος
ποὺ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ
ζοῦν μόνο κάτι ὄντα
παράξενα, γλυκὰ
δίχως μάτια
μὲ διάφανο κεφάλι
θὰ ζήσω κι ἐγὼ
θὰ μάθω νὰ ζῶ
δίχως φεγγάρια
δίχως φῶς
δίχως ἀέρα
θὰ ζήσω νεκρὸς
μὰ μακριὰ
ἀπ’ τῶν ἀνθρώπων τὸ κακὸ
Ὢ ἀνάποδο Πάικο
μακάριο βουνὸ
τρεῖς χιλιάδες πόδια
ἀπ’ τ’ ἀνθρώπου τὸ κακὸ
ἂν μόνο μποροῦσα
τὰ ροῦχα μου θὰ ἔσκιζα
τὰ γόνατα θὰ μάτωνα
στ’ ἀγκάθια τῶν πλαγιῶν σου.
[1] Γιάννης Μυτιληναῖος, «Πέντε ποιήματα» στὴν ἱστοσελίδα ΠΟΙΕΙΝ http://www.poiein.gr /archives/14258/index.html#more-14258.
Ἐπιστροφὴ (Ἑλένη Κοφτεροῦ)[1]
μαζί τους ἔφερναν τὴ γλῶσσα τοῦ βουνοῦ.
Τὸ γέλιο σου ἀνάβλυζε
στῇς κορυφογραμμῆς τὸ μυρωμένο χῶμα.
Κοτσύφια, πέρδικες κι καστανιὲς,
θροϊζουσες νεράϊδες
ἀνοίγανε διόδους μυστικὲς γιὰ νὰ
χωρέσει στὸ διαμέρισμα τὸ Πάϊκο.
Στοῦ σαλονιοῦ τίς τρυφερὲς χαράδρες
οἱ λέξεις σας πετάριζαν κελαρυστές
κι ἐγὼ ἀπ' τὸ χώλ κρυφάκουγα.
Ὅμως ξεράθηκε ἡ λίμνη τοῦ καιροῦ
κι οἱ ντόπιες χάθηκαν
-ὅπως κι ἐσύ- λέξεις ἀπὸ ἀσφυξία.
Νὰ μὴ φοβᾶσαι τὴν ἀρχὴ τοῦ σκοταδιοῦ.
Στὴ Γρίβα θὰ ξανανοίξει ὁ κύκλος τοῦ νεροῦ
Μὲς στὴ στοχαστικὴ σιωπή σου
θὰ ξαναβρεῖς τὸ ὀξυγόνο ποὺ στερήθηκες
σὲ μιὰν ἀρχέγονη βροχὴ
καὶ στὴν ὁρμὴ βουνίσιου ἀέρα.
Σ' εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ταξίδεψες
κι ἐμένα στὸ βουνό σου
Νὰ ἰχνηλατῶ μοῦ ἔμαθες
ἄπειρα τὰ κοιτάσματα ἀγάπης.
[2] Τὸ χωριὸ Γρίβα βρίσκεται στὸ Νομὸ Κιλκὶς στὶς πλαγιὲς τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου τοῦ Πάϊκου, 70 χιλιόμετρα βορειοδυτικὰ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη.
Πάνω από τα Βοδενά
— Οδυσσέα!...
Φλέγεσαι άνοιξη
Μελανοπόρφυροι βυθοί
Προς Βέρμιο καλπάζουν, Τζένα, Πάικο
κοπάδια αγριολούλουδα
Βαθείς Παίονα μύθοι
«Πασάων βοτανέων βασιληίδα»!
Παιώνιες περήφανες εταίρες
Αιώνιες αγάπες στα μέρη μας
Μυρώστε Αλιάκμωνα, Γιαννακοχώρι
Στολίστε έρωτες, επιταφίους, μέθες
Χαρές Βεργίνας, Πέλλας
Μίεζας.