Ἔρευνα - παρουσίαση: Θεόδωρος Π. Μποράκης
Μακεδόνες φῦλο ἑλληνικὸ
Σχετικὰ μὲ τοὺς κατοίκους τῆς Μακεδονίας, ἀναφέρει τὸ πόρισμα τῆς ἐπιστημονικῆς
ἔρευνας τοῦ Καθηγητῆ Γενετικῆς Κωνσταντίνου Τριανταφυλλίδη:[1]«Τὰ ὑπάρχοντα γενετικὰ στοιχεῖα ἐπιτρέπουν νὰ
ρίξουμε φῶς καὶ στὴν ἀντιδικία ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες καὶ Σλαύους ἱστορικοὺς
σχετικὰ μὲ τὴν ἐθνικὴ προέλευση τῶν κατοίκων τῆς Μακεδονίας. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι
ἀνάμεσα στὶς γονιδιακὲς συχνότητες τῶν κατοίκων τῆς Μακεδονίας καὶ τοῦ πληθυσμοῦ
τῆς Βουλγαρίας, στατιστικῶς σημαντικὲς διαφορὲς διαπιστώθηκαν συνολικὰ σὲ
τέσσερα (PGM, ACPH, 6-PGD καὶ ABO) ἀπὸ τὰ ἑπτὰ
συστήματα ποὺ ἐξετάστηκαν (PGM, ACPH, 6-PGD, ABO, AK, ADA καὶ Hp). Ἡ πιθανότητα ὅτι οἱ
παρατηρηθεῖσες διαφορὲς στὶς τέσσερις ἀπὸ τὶς ἑπτὰ συγκρίσεις ὀφείλονται στὴν
τύχη εἶναι πρακτικῶς μηδέν. Τὰ ἀποτελέσματα αὐτὰ καταρρίπτουν τοὺς ἰσχυρισμοῦς
τῶν Σλαύων ἱστορικῶν ὅτι οἱ σημερινοὶ κάτοικοι τῆς Μακεδονίας δὲν εἶναι Ἕλληνες
ἀλλὰ Βούλγαροι ἢ γενικὰ Σλαύοι. Ἀπὸ τὶς
ἐργασίες προκύπτει πὼς οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Βούλγαροι δείχνουν μεγαλύτερη
συγγένεια μὲ τὴ μογγολικὴ ὁμάδα ἀπὸ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Β. Μεσογείου,
πράγμα ποὺ ὑποστηρίζει τὴν καταγωγὴ τόσο τῶν Τούρκων ὅσο καὶ τῶν Βουλγάρων ἀπὸ
τὴν Κεντρικὴ Ἀσία καὶ τοὺς διαχωρίζει ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες.»
Ὁ Δημήτριος Δημόπουλος[2]
ἀναφέρει γιὰ τὴν περιοχή: «Σὲ ὅλη τὴ
διάρκεια τῆς μεσαιωνικῆς ἱστορίας ἡ Μακεδονία ἀκολούθησε τὶς τύχες τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος,
καὶ μέσα στὰ πλαίσια τῆς Ἑλληνικῆς Αὐτοκτατορίας τοῦ Βυζαντίου μὲ τὸν
Χριστιανισμὸ καὶ τὴ νεότερη ἐποχὴ μὲ τὴν τουρκοκρατία καὶ τὴν ἐθνικὴ
παλιγγενεσία. Μακεδονία καὶ Ἑλληνισμὸς εἶναι ἔννοιες ἀξεχώριστες. Ἀλλὰ καὶ στὴ
Βόρειο Μακεδονία ἡ δημιουργία ἐκεῖ αὐτοῦ τοῦ ἀνάμεικτου γλωσσικοῦ ἰδιώματος δὲν
μπορεῖ νὰ θεμελιώσει ποτὲ αἰτία χαλκεύσεως νέου ἔθνους. Γιὰ τῆν ὕπαρξη ἔθνους ἀπαιτεῖται
κοινὴ καταγωγὴ καὶ κοινὴ συνείδηση ἑνὸς πληθυσμοῦ, οἱ ὁποῖες νὰ διαφοροποιοῦνται
ἀπὸ τὴν καταγωγὴ καὶ τὴ συνείδηση ἄλλων λαῶν».
Γιὰ τὴ Βόρεια Μακεδονία ὁ Δ. Δημόπουλος ἀναφέρει στὸ ἴδιο βιβλίο: «…ἡ ζώνη Μοναστηρίου, Γευγελῆς, Στρώμνιτσας, ἡ πραγματικὴ δηλαδὴ Βόρειος Μακεδονία, κατοικεῖται σὲ μέγιστο ποσοστὸ ἀπὸ Μεσογειακούς, ἀπὸ ἀνθρώπους ἄρα ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Αὐτὴ δὲ ἡ Βόρειος Μακεδονία, ἡ ἀρχαία Πελαγονία, ἐπεκτείνεται καὶ ἀνατολικότερα, μέσα στὴ Βουλγαρία: Εἶναι ἡ λεγομένη σήμερα «Μακεδονία τοῦ Πιρὶν» (περιοχὴ Πετριτσίου, Τζουμαγιᾶς, Νευροκοπίου), μέχρι τοῦ ὄρους τῆς Ροδόπης.»
Ψηφιδωτά δάπεδα του 3ου μ.Χ. αιώνα από ρωμαϊκή οικία της Θεσσαλονίκης. Πηγή: https://www.kathimerini.gr/society/561387058/pos-apeikonizan-oi-archaioi-makedones-tis-tesseris-epoches-eikones/
Ἀρχαῖοι χρόνοι
Σχετικὰ μὲ τὴν Παιονία, ἀναφέρει ἡ ἱστοσελίδα Βικιπαίδεια: «Κατὰ τὸν 12ο αἰώνα π.Χ. ἡ περιοχὴ τῆς Παιονίας καὶ Ἀμφαξίτιδας[3] κατοικήθηκε ἀπὸ Κρῆτες, ποὺ ὀνομάστηκαν Βοττιαίοι, λόγω τοῦ οἰκιστὴ Βόττωνα. Οἱ Βοττιαῖοι ἵδρυσαν, στὴν περιοχὴ τὴν Ἀταλάντη (σημερινὴ Ἀξιούπολη), τὴ Γόρτυνα (σημερινὴ Γοργόπη) καὶ τὴν Εἰδομένη.»[4]
[1]
Κωνσταντῖνος Τριανταφυλλίδης Καθηγητὴς Γενετικῆς. Ἐπιστημονικὴ ἔρευνα
διατυπωμένη στὴ Θεσσαλονίκη τὸ ἔτος 1993 ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡ γενετικὴ σύσταση τῶν κατοίκων τῆς Ἑλλάδας».
[2]
Δημήτριος Δημόπουλος «Ἡ καταγωγὴ τῶν Ἑλλήνων», 1996, ἐκδόσεις «Ἐλεύθερη
Σκέψις».
[3]
Ἀχιλλέας Θ. Σαμοθράκης, «Λεξικὸν γεωγραφικὸν καὶ ἱστορικὸν τῆς Θράκης», Ἑταιρεία
Θρακικῶν Μελετῶν, Ἀθῆναι 1963, «Ἀμφαξίτις:
ἐκαλεῖτο ἡ ἐκατέρωθεν τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ χώρα τῆς Μακεδονίας, ἡ ὁποία ἀνῆκε
εἰς τὴν Παιονίαν διαιρουμένην εἰς τὴν Δυτικὴν Παιονίαν ἢ Δερρίοπον, τὴν Ἀμφιξίτιδα
καὶ τὴν Παρορβηλίαν…»
[4]
Ἱστοσελίδα Βικιπαίδεια «Νομός Κιλκίς»
Παίονες
Ἡ περιοχὴ τῆς Παιονίας πῆρε τὸ τοπωνύμιό της ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους κατοίκους
της. Σχετικὰ μὲ τοὺς ἀρχαίους Παίονες[1]
ἡ ἱστοσελίδα τῆς Θρακικῆς Ἑστίας Θεσσαλονίκης[2]
ἀναφέρει:
«Παίονες - Ἰσχυρότατη Θρακικὴ
φυλή, ὑποδιαιρούμενη σὲ πολλὲς μικρότερες φυλές: Σιροπαίονες, Γρααῖοι, Λαιαῖοι,
Παίοπλες, Παναῖοι. Κατοικοῦσαν βόρεια τῆς Δοϊράνης Λίμνης, καὶ στὶς δύο ὄχθες
τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ. Πρὸς Βορρὰ συνόρευαν μὲ
τοὺς Δαρδανοὺς καὶ τοὺς Ἀρδιαίους Θράκες, ἐκτείνονταν ἀνατολικὰ μέχρι τὴν
Πρασιάδα λίμνη καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Στρυμόνα ποταμὸ μέχρι τὸ Παγγαῖο ὄρος. Κατὰ τοὺς
ἱστορικούς, τὴν παλαιὰ ἐποχή, οἱ Παίονες εἶχαν καταλάβει μεγάλο μέρος τῆς
σημερινῆς Νότιας Μακεδο-νίας, τὴν Κρηστωνίδα, τὴν Μυγδονία καὶ μέρος τῆς Χώρας
τῶν Ἀγριάνων (ἱππομάχων= Πομάκων) μέχρι τὸ Παγγαῖο ὄρος. Εἶχαν ἐκστρατεύσει πρὸς
Ἀνατολὰς μέχρι τὴν Πέρινθο (Σημερινὴ πόλη Ἡράκλεια τῆς Ἀνατ. Θράκης).
Συμμάχησαν μὲ τοὺς Ἀθηναίους ἀλλὰ καὶ τοὺς πολέμησαν ὑπὸ τὸν Φίλιππο Β΄ ὡς
σύμμαχοι καὶ ἡττημένοι τὸ 355-354 π.Χ.
Βασιλεῖς τῶν Παιόνων: Ἄγις,
(σύγχρονος τοῦ Φιλίππου ὁ ὁποῖος ἐπιτέθηκε στοὺς Παίονες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἄγη),
Λύγκειος 359-340 π.Χ., Πατράος 340-315 π.Χ., Αὐδολέων, υἱὸς
τοῦ Πατράου, 315-286 π.Χ., ὁ Ἀρίστων υἱὸς τοῦ Αὐδολέοντα καὶ ὁ Δροπίων
279 π.Χ. υἱός τοῦ Δέοντα.
Τὸ ὄνομα Παίονες (κατὰ τὸν Παυσ. Ε,1) ἐπικράτησε ἀπὸ τὸν Παίωνα, υἱὸ τοῦ Ἐνδυμίωνα (ἐραστῆ τῆς Σελήνης) ἀπὸ τὴν Ἀρκαδία, ὁ ὁποῖος Παίων ἀπομακρύνθηκε στὴν πάνω ἀπὸ τὸν Ἀξιὸ Χώρα ὅταν ἡττήθηκε στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Ἐπειό.
Πόλεις τῶν Παιόνων: [3]
Ἀμυδών - Ἀρχαιότατη θρακικὴ
πόλη μνημονευόμενη ἀπὸ τὸν Ὄμηρο καθὼς καὶ πηγὴ τῆς Αἴας ποὺ ἔχυνε τὰ
διαυγέστατα νερά της στὸν Ἀξιὸ ποταμό. Ἧταν ὀχυρωμένη καὶ βρισκόταν στὴν ἀνατολικὴ
ὄχθη τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ στὴ Β. Μακεδονία. Ἀργότερα ὀνομάστηκε Ἀβυδὼν καὶ
καταστράφηκε ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Ἀργεαδῶν. Ἀπὸ τὴν Ἀμυδώνα ἦρθαν οἱ Παίονες στὸν
Τρωικὸ πόλεμο ὡς σύμμαχοι τῶν Τρώων. Πύδνα (Στράβ. Ζ 330).
Στεναί - Ὁ Στέφανος Βυζάντιος καὶ ὁ Σουίδας τὴν ὀνομάζουν Ἀμυδώνα
καὶ παραμένει ἄγνωστο ἄν τὸ Ἄμυρτον ἢ τὸ βυζαντινὸ φρούριο Προύσακο εἶναι ἡ Ἀμυδώνα.
Ἡ πόλη Στεναὶ βρισκόταν στὴν περιοχὴ Ντεμὶρ Καπού, στὴ Β. Μακεδονία, στὰ στενὰ
τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸν Στράβωνα, τὴν κατέστρεψαν οἱ πρώτοι βασιλεῖς
τῆς Μακεδονίας.
Ἄστιβος - Μὲ τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν γνωστὸς στὴν ἀρχαιότητα ἕνας
παιονικὸς ποταμός. Ὑποτίθεται πὼς ὑπῆρχε καὶ πόλη μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα ἡ ὁποία
τοποθετεῖται στὸ σημερινὸ Ἰστὶπ τῆς Β. Μακεδονίας.
Σκοῦποι[4]- Ἀπὸ τὶς βορειότερες
πόλεις τῶν Παιόνων χτισμένη ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ἡ σημερινὴ πόλη τῆς Β.
Μακεδονίας, Σκόπια. Στὰ βυζαντινὰ χρόνια ἐξελίχθηκε σὲ ἀξιόλογο κέντρο. Στὴν
πόλη αὐτὴ γεννήθηκε ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἰουστινιανός.
Ἀντιγόνεια - Βρισκόταν μεταξὺ Ἀμυδώνας
καὶ Στοβῶν.
Ἀλκομενές - Τοποθετεῖται κοντὰ στὸν
παραπόταμο τοῦ Ἀξιοῦ, Ἐριγώνα.
Δόβηρος[5]
ἢ Δόβειρα - Ἧταν πρωτεύουσα τῶν Δοβήρων Παιόνων. Ἧταν ἀρχαία
θρακικὴ πόλη ποὺ ἔκτισαν οἱ Δόβηρες μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Ἐχεδώρου,
περὶ τὴ σημερινὴ Δοϊράνη (Β. Πλ 40ο,45 - Α.μ.46ο,40). Τὸ
429 π.Χ. καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν Σιτάλκη, βασιλιὰ τῶν Ὀδρυσῶν Θρακῶν στὸν ἀγώνα κατὰ
τοῦ Περδίκκα τῶν Μακεδό-νων (Θουκιδ. Β, 99). Καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Βούλγαρους
καὶ στὴ θέση της κτίστηκε ἡ Δοϊράνη (Ἀχ. Σαμοθράκης. Θρ. Λεξ.163).
Ἀστραῖο - Ἧταν χτισμένο βορειότερα τῆς Δοβήρου.
Ἴωρο - Τοποθετεῖται μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ
καὶ Ἀστραίου, βόρεια τῆς Δοϊράνης.
Ταυριανά - Πόλη χτισμένη
νοτιότερα τῆς Δοβήρου.
Βυλαζώρα - Ἀρχαία παιονικὴ πόλη ἀπὸ τὶς βορειότερες, χτισμένη
στὴ δυτικὴ ὄχθη τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ.
Στόβοι[6]- Ἧταν ἀρχαία πόλη τῆς Παιονίας καὶ μετέπειτα, στὰ βυζαντινὰ χρόνια, σπουδαῖο ἐμπορικὸ κέντρο. Τοποθετεῖται στὴ συμβολὴ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Ἐριγώνα. Σπουδαῖο μνημεῖο της ἦταν τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ θέατρο χωρητικότητας 5.000 θεατῶν. Μετὰ τὴν ὑποταγὴ στοὺς Ρωμαίους ἔγινε κέντρο ἐμπορίου καὶ ἰδιαίτερα ἁλατιοῦ. Τὴν ἴδια περίοδο ἔγινε πρωτεύουσα τῆς περιοχῆς ποὺ εἶχε τὸ τοπωνύμιο Μακεδονία Β΄. Ἀπὸ τοὺς Στόβους καταγόταν ὁ μεγάλος συγγραφέας τοῦ Βυζαντίου (5ος μ.Χ. αἰώνας) Ἰωάννης ὁ Στοβαῖος.
Στυβάρα ἢ Στούβερα καὶ Βρυάνιο - Πόλεις πλησίον τοῦ ποταμοῦ Ἐρίγωνα
ποὺ χύνεται στὸν Ἀξιὸ ποταμό.
Ἄλμανα, Γορτυνία, Ἀταλάντη, Εὔρωπος, Ἴχναι - Πόλεις ποὺ βρίσκονται στὴ δυτικὴ
ὄχθη τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ καὶ ἡ πόλη Ἄλωρος ποὺ βρίσκεται στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Ἀλιάκμωνα.
Εἰδομένη[7]
ἢ Ἰδομένη - Ὁ Ἀχιλλέας Θ. Σαμοθράκης ἀναφέρει στὸ λεξικό του: «Ἀρχαία πόλις τῆς
Βοττιαίας, κειμένη ἐπὶ τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ καὶ ἐπὶ τῆς δεξιᾶς ὄχθης τοῦ Ἀξιοῦ
ποταμοῦ. Ἀπεῖχε ἀπὸ μὲν τῆς Θεσσαλονίκης 53 χιλιόμετρα ἀπὸ δὲ τῶν Στοβῶν 35
χιλιόμετρα (Πτολεμ. Γεωγρ. Γ. 12, 36). Ὑπὸ τοῦ Θουκιδίδου (Β. 100) ἀναφέρεται ὡς
μία τῶν πόλεων, τὰς ὁποίας ἐκυρίευσεν ὁ Σιτάλκης, βασιλεῦς τῶν Ὀδρυσῶν, κατὰ τὰ
πρῶτα ἔτη τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, ὅτε οὗτος κηρύξας τὸν πόλεμον κατὰ τοῦ
Περδίκα τῆς Μακεδονίας, εἰσέβαλεν εἰς τὴν χώραν αὐτοῦ […] Τὴν Εἰδομένην ἀναφέρει
ἐπίσης ὁ Στράβων (VIII, 331, 36) ὡς κειμένην ἐν τῇ Παρορβηλία χώρα τῆς
Μακεδονίας […] Ἐπὶ τῶν βυζαντινῶν χρόνων μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἱεροκλέους
(Συνεκ. 639) καὶ τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, ὡς μία τῶν 32 πόλεων τοῦ
Δευτέρου Θέματος τῆς Μακεδονίας. Ἐπὶ τῶν ἐρειπίων τῆς Εἰδομένης κεῖται σήμερον ἡ
Γευγελή…»
Κύρρος - Ἧταν χτισμένη στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς Παιονίας.
Σχετικὰ μὲ τοὺς ἀρχαίους Παίονες ἀναφέρει καὶ ὁ Δημήτριος Ε. Εὐαγγελίδης
στὴν ἱστοσελίδα Ἐθνολογικὰ[8]
καθὼς καὶ σὲ ἔργα του ποὺ ἀφοροῦν τὴ Μακεδονία:[9],[10]
«Παίονες - Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα καὶ ἰσχυρότερα φῦλα τῶν κεντρικῶν περιοχῶν τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου, κατὰ τὴν ἀρχαιότητα. Οἱ Παίονες μνημονεύονται ἀπὸ τὸν Ὄμηρο ὡς σύμμαχοι τῶν Τρώων, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Πυραίχμη (Ἰλιάς, Β 848) «…ποὺ ὁδηγοῦσε τοὺς Παίονες μὲ τὰ κυρτὰ τόξα, μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἀμυδόνα, ἀπὸ τὸν πλατὺ Ἀξιό…» καὶ στὴ συνέχεια, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πυραίχμη ἀπὸ τὸ δόρυ τοῦ Πατρόκλου (Π 284-293), τὸν γιὸ τοῦ Ἵππασου, Ἀπισάονα, (Ρ 347-351) «…τὸν κυβερνήτη τοῦ στρατοῦ, ποὺ εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴν εὔφορη Παιονία…», ὁ ὁποῖος σκοτώθηκε ἀπὸ τὸν Λυκομήδη. Βασιλιάς τους ἦταν ὁ Ἀστεροπαῖος, ὁ γιὸς τοῦ Πηλεγόνα, ποὺ τὸν γέννησε ὁ Ἀξιός. Ὁ Ἀστεροπαῖος θὰ βρεῖ τὸν θάνατο ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα, ὅπως καὶ ἄλλοι Παίονες ποὺ ἀναφέρονται ὀνομαστικά: Θερσίλοχος, Μύδων, Ἀστύπυλος, Μνῆσος, Θράσιος, Αἴνιος καὶ Ὀφελέστης (Φ 139-212).
Ὁ Ἡρόδοτος (Ἱστορίαι,
Ε΄ 1 καὶ 12-17 Ζ΄ 113, 124) ἀναφέρει τοὺς Παίονες ὡς κατοίκους τῆς βόρειας
περιοχῆς μεταξὺ τοῦ Ἀξιοῦ καὶ τοῦ Στρυμόνα, καθὼς καὶ τὰ παιονικὰ φύλα τῶν Ἀγριάνων,
Λαιαίων, Παιόπλων, Σιριοπαιόνων καὶ Δοβήρων.
Ὁ Στράβων (Γεωγραφικά, Ζ΄ ἀποσπ. 4 καὶ 38) τοὺς ταυτίζει μὲ τοὺς Πελαγόνες, τονίζοντας μάλιστα ὅτι οἱ Παίονες παλαιότερα λέγονταν Πελαγόνες καὶ συσχετίζει τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα τοῦ Ἀστεροπαίου, τοῦ Πηλεγόνα (βλ. παραπάνω), μὲ τοὺς Πελαγόνες (Πηλεγόνας - Πελαγόνας), ἐνῶ ἀναφέρει καὶ τὴν ἄποψη ὅτι οἱ Παίονες θεωροῦνται ἄποικοι Φρυγῶν ἢ σύμφωνα μὲ ἄλλους, ἀρχηγοί τους. Σὲ ἄλλο ὅμως σημεῖο (Ζ΄ ἀπόσπα-σμα 11) τοὺς θεωρεῖ Θράκες. Τέλος, ὁ Θουκυδίδης (Ἱστορία, Β΄ 96) ἀναφέρει τὰ παιονικὰ φύλα τῶν Ἀγριάνων καὶ Λαιαίων ὡς ὑπηκόους τοῦ βασιλιὰ τῶν Ὀδρυσῶν, τοῦ Σιτάλκη. Ἡ νεώτερη ἔρευνα δὲν ἔχει καταλήξει ἀκόμη ὁριστικὰ στὸ ζήτημα τῆς καταγωγῆς τῶν Παιόνων. Ἄλλοι τοὺς θεωροῦν Θράκες (βλ. Λεξικὸ Ἑλληνικῆς Ἀρχαιο-λογίας), ἄλλοι Ἰλλυριούς (βλ. R. A. Crossland - Cambridge Ancient History, Vol. III part 1, σελ. 837), ἐνῶ τελευταίως ὑποστηρίζεται ἡ φρυγικὴ καταγωγὴ τῶν Παιόνων (βλ. Λεξικὸ Π-Λ-Μπ). Κατὰ τὸν N. G. L. Hammond (Macedonian State, σελ. 40) οἱ Παίονες δὲν ἦσαν Ἰλλυριοὶ οὔτε Θράκες καὶ φυσικὰ οὔτε Ἕλληνες, ἀφοῦ μιλοῦσαν μιὰ διαφορετικὴ γλώσσα ἀπὸ τοὺς λαοὺς αὐτούς. Ὁ ἴδιος συγγραφέας ἀναφέρει (βλ. C.A.H. Vol. III. part 3, σελ. 278-279) ὅτι οἱ Παίονες ἐκτόπισαν τοὺς Ἰλλυριοῦς καὶ ἐξαπλώθηκαν σὲ μεγάλες ἐκτάσεις μεταξύ τῶν ἐτῶν 750 - 530 π.Χ.».
Γιὰ τοὺς Παίονες ἀναφέρει καὶ ἡ ἱστοσελίδα Ἑλλήνων Δίκτυο:[11]
«Μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ βρέθηκε στὴν περιοχὴ
Τίκβες τοῦ κράτους τῶν Σκοπίων καὶ δημοσιεύθηκε πρὶν ἀπὸ μιὰ εἰκοσαετία
περίπου, ἀναφέρεται στὸν βασιλιὰ τῶν Παιόνων Δροπίωνα τὸν γιὸ τοῦ Λέοντος. Ἡ ἐπιγραφὴ
αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς:
«ΔΡΟΠΙΟΝΑ
ΛΕΟΝΤΟΣ Π(ΑΤΕΡΑ?)
ΚΑΙ ΜΩΑΝΤΑ
ΒΑΣΙΛΕΑ ΠΑΙΟΝΩΝ
ΤΩΝ Π- ΑΠΕΤΗ»
Ἡ γραφὴ τῆς ἐπιγραφῆς,
ποὺ ἦταν στὴν ἑλληνική, δὲν ἐντυπωσίασε ἰδιαίτερα τὴν ἱστορικὴ κοινότητα. Ἐκεῖνο,
ὅμως, ποὺ ἀνέτρεπε δεδομένα ἦταν ἡ ἀναφορά της στὸν βασιλιὰ τῆς Παιονίας
Δροπίωνα!
Ὁ Δροπίων βασίλευσε
περὶ τὸ 279 π.Χ., καὶ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Παυσανία. Ἔστησε, μάλιστα, στοὺς
Δελφούς, ὅπως ἀναφέρει, ὡς τιμητικὸ ἀνάθεμα, μιὰ χάλκινη κεφαλὴ βίσωνος. Ἀξίζει
ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ πὼς σύμφωνα μὲ τὸν Παυσανία, οἱ βίσωνες τῆς περιοχῆς ἦταν ἰδιαίτερα
δασεῖς (μαλλιαροὶ) στὸ στῆθος καὶ στὴ γενειάδα. (Παυσ. Θ, 21).
Ἐντυπωσίασε, λοιπόν, τὸ γεγονὸς τῆς παρουσίας τῶν Παιόνων στὴ μετααλεξανδρινὴ ἐποχὴ μὲ ἑλληνικὴ γραφὴ καὶ ἑλληνικὰ ὀνόματα. Μέχρι τότε πιστευόταν πὼς ἐπρό-κειτο γιὰ ἕναν βόρειο καὶ ἄγριο λαό, σχεδὸν βάρβαρο.
Ἦταν γνωστά, βέβαια, τὰ
βασιλικὰ ὀνόματα τῶν Παιόνων ἀλλὰ δὲν γνωρίζαμε τίποτε σχετικὰ μὲ τὴ γλώσσα καὶ
τὴ γραφὴ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. Οἱ μαρτυρίες τοῦ Ἡροδότου, τοῦ Στράβωνα, τοῦ Παυσανία ἢ
ἀκόμη καὶ τοῦ Θουκυδίδη, δὲν ἦταν πολὺ κολακευτικὲς γιὰ τὸν λαὸ αὐτόν. Ὅταν ὅμως
ἀνακαλύφθηκε τὸ ἔτος 1877, στὴν Ὀλυμπία, τὸ βάθρο ἑνὸς ἀνδριάντα στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε
ἀνάγλυφη ἐπιγραφὴ ποὺ ἔγραφε πὼς εἶχε στηθεῖ ἀπὸ τὸ Κοινὸ τῶν Παιόνων πρὸς τιμὴ
τοῦ βασιλιὰ Δροπίωνα, τότε διασαφηνίστηκε πλήρως πὼς ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ
φύλο.
Ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ τῆς Ὀλυμπίας:
“[Δρω]πίωνα Λέοντος
[βα]σιλέα Παιόνων
[κ]αὶ κτίστην τὸ κοινὸν
τῶν Παιόνων ἀνέθηκε
ἀρετῆς ἕνεκεν
καὶ εὐνοίας τῆς ἐς αὐτούς”
ἐπιβεβαιώνεται πὼς οἱ Παίονες συμμετείχαν στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες στοὺς ὁποίους
ἔπαιρναν μέρος μόνον Ἕλληνες».
[1]
Ἀχιλλέας Θ. Σαμοθράκης, «Λεξικὸν γεωγραφικὸν καὶ ἱστορικὸν τῆς Θράκης», Ἑταιρεία
Θρακικῶν Μελετῶν, Ἀθῆναι 1963, «Παίονες, Παιονία».
[2] Ἱστοσελίδα Θρακικῆς Ἑστίας
Θεσσαλονίκης.
[3] Χρῆστος Π. Ἴντος,
«Παιονία καὶ Παίονες - Ἀπὸ τὰ μυθικὰ χρόνια ὡς τὴν τουρκοκρατία», ἐκδόσεις
Μαχητής, Γουμένισσα 1983.
[4]
Ἀχιλλέας Θ. Σαμοθράκης, «Λεξικὸν γεωγραφικὸν καὶ ἱστορικὸν τῆς Θράκης», Ἑταιρεία
Θρακικῶν Μελετῶν, Ἀθῆναι 1963, « Σκοῦποι».
[5]
Ἀχιλλέας Θ. Σαμοθράκης, «Λεξικὸν γεωγραφικὸν καὶ ἱστορικὸν τῆς Θράκης», Ἑταιρεία
Θρακικῶν Μελετῶν, Ἀθῆναι 1963, «Δόβηρος».
[6]
Ἀχιλλέας Θ. Σαμοθράκης, «Λεξικὸν γεωγραφικὸν καὶ ἱστορικὸν τῆς Θράκης», Ἑταιρεία
Θρακικῶν Μελετῶν, Ἀθῆναι 1963, «Στόβοι».
[7] Ἀχιλλέας
Θ. Σαμοθράκης, «Λεξικὸν γεωγραφικὸν καὶ ἱστορικὸν τῆς Θράκης», Ἑταιρεία Θρακικῶν
Μελετῶν, Ἀθῆναι 1963, «Εἰδομένη».
[8] Ἱστοσελίδα Ἐθνο-λογικά.
http://ethnologic.blogspot.com/2009/11/blog-post.html
[9] Δημήτριος Εὐαγγελίδης,
«Λεξικὸ τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν καὶ περι-ελλαδικῶν φύλων», εκδ. Κυρομάνος, 2005.
[10] Δημήτριος Εὐαγγελίδης,
«Ἀρχαία Μακεδονία», ἐκδόσεις Ἰνφογνώμων, 2012.
[11]
Ἱστοσελίδα: Ἑλλήνων Δίκτυο.
Πηγὴ: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%B4%CE%AF%CE%BA%CE%BA%CE%B1%CF%82_%CE%92%CE%84_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9C%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82
Ἑλληνιστικὴ περίοδος
Σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορία τῆς περιοχῆς κατὰ τὴν Ἑλληνιστικὴ περίοδο, ἀναφέρονται στὴν ἱστοσελίδα e-ἱστορία:[1] [Ἠλίας Κ. Σβέρκος - Τὰ ὅρια τοῦ μακεδονικοῦ βασιλείου στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου Α΄ (Θουκ. ΙΙ.99)]. «Στοὺς Μακεδόνες ἀνήκουν καὶ οἱ Λυγκηστὲς καὶ οἱ Ἐλιμιῶτες καὶ ἄλλα φύλα στὴν πάνω Μακεδονία, τὰ ὁποία εἶναι βέβαια σύμμαχα καὶ ὑπήκοα, διοικοῦνται ὅμως ἀπὸ δικούς τους βασιλεῖς. Τὴ σημερινὴ ὅμως Μακεδονία, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴ θάλασσα, πρῶτοι κατέκτησαν ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ πατέρας τοῦ Περδίκκα, καὶ οἱ πρόγονοί του, οἱ Τημενίδες, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀρχικὰ ἀπὸ τὸ Ἄργος· καὶ ἀνέλαβαν ἐκεῖ τὴ βασιλικὴ ἐξουσία, ἀφοῦ ἐξεδίωξαν κατόπιν μάχης τοὺς Πίερες ἀπὸ τὴν Πιερία, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ἐγκαταστάθηκαν στὶς ὑπώρειες τοῦ Παγγαίου πέρα ἀπὸ τὸν Στρυμόνα δημιουργώντας οἰκισμοὺς στὸν Φάγρητα καὶ ἄλλα μέρη (ἀκόμα καὶ σήμερα ἡ χώρα ἀπὸ τοὺς πρόποδες τοῦ Παγγαίου ὡς τὴ θάλασσα ἀποκαλεῖται Πιερικὴ λεκάνη), τοὺς Βοττιαίους ἀπὸ τὴν ὀνομαζόμενη Βοττία, οἱ ὁποῖοι σήμερα γειτνιάζουν μὲ τοὺς Χαλκιδεῖς. Ἐπίσης κυρίεψαν μιὰ στενὴ λουρίδα τῆς Παιονίας, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ ψηλὰ καὶ ἀκολουθώντας τὶς ὄχθες τοῦ Ἀξιοῦ φτάνει στὴν Πέλλα καὶ τὴ θάλασσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Ἀξιὸ μέχρι τὸν Στρυμόνα τὴν περιοχὴ ποὺ ὁνομάζεται Μυγδονία, ἀφοῦ ἐξεδίωξαν τοὺς Ἡδωνούς. Ἐπίσης ξεσήκωσαν ἀπὸ τὴν περιοχὴ ποὺ τώρα ὀνομάζεται Ἐορδαία τοὺς Ἐορδούς, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ περισσότεροι ἐξολοθρεύτηκαν -κάποιο μικρὸ μέρος ἀπ’ αὐτοὺς ἐγκαταστάθηκε γύρω ἀπὸ τὴ Φύσκα- καθὼς καὶ τοὺς Ἄλμωπες ἀπὸ τὴν Ἀλμωπία. Αὐτοὶ οἱ Μακεδόνες κυριάρχησαν καὶ σὲ ἄλλα φύλα, τὴν κυριαρχία τῶν ὁποίων κατέχουν ἀκόμη καὶ τώρα, δηλαδὴ τὸν Ἀνθεμούντα, τὴ Γρηστωνία, τὴ Βισαλτία καὶ μεγάλο τμῆμα τῆς χώρας τῶν ἴδιων τῶν Μακεδόνων. Ὁλόκληρη ἡ χώρα ὀνομάζεται Μακεδονία καὶ ὁ Περδίκκας, ὁ γιὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου ἦταν βασιλιάς τους, ὅταν ἐπιτέθηκε ὁ Σιτάλκης».
Τὸ 429 π.Χ. ὁ βασιλιὰς τῶν Ὀδρυσῶν (θρακικοῦ λαοῦ) Σιτάλκης, μὲ τὴ στήριξη τῶν Ἀθηναίων ἐπιτίθεται στὴ Μακεδονία κατὰ τοῦ βασιλιᾶ της Περδίκα Β΄. Ὁ Σιτάλκης συγκέντρωσε στὸν Δόβηρο 50.000 ἱππεῖς καὶ 100.000 πεζούς, ἔφτασε στὸν Ἀξιὸ ποταμὸ καὶ ἅλωσε κατὰ κράτος τὴν Εἰδομένη, κατέλαβε χωρὶς ἀντίσταση τὶς πόλεις Γορτυνία καὶ Ἀταλάντη ἐνῶ ὁ Εὔρωπος ἦταν ἡ μόνη πόλη ποὺ ἀντιστάθηκε.[2]
Τὸ 282 π.Χ. ἢ τὸ 284 π.Χ. ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἀνατολικοῦ Μακεδονικοῦ κράτους,
Λυσίμαχος, ἐπιχειρεῖ νὰ δολοφονήσει τὸν νεοστευθέντα βασιλιὰ τῶν Παιόνων Ἀρίστωνα,
ποὺ γιὰ νὰ γλιτώσει κατέφυγε στὴ Δαρδανία. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ Παιονία καταλήφθηκε
ἀπὸ τοὺς Μακεδόνες.[3]
Τὸ 167 π.Χ. μετὰ τὴ νίκη τῶν Ρωμαίων ἐπὶ τῶν Μακεδόνων, ἡ Μακεδονία
διαμοιράστηκε σὲ τέσσερις περιοχές, βάσει τῆς συνθήκης τῆς Ἀμφίπολης. Ἡ
Παιονία διαμοιράστηκε στὶς τρεῖς ἀπὸ αὐτὲς καὶ ἀπὸ τότε ἔμεινε γνωστὴ ὡς ἱστορικὸς
- γεωργραφικὸς ὅρος.[4],
[5]
Τὸ 108 π.Χ. οἱ κάτοικοι τοῦ Εὔρωπου ἀνακήρυξαν εὐεργέτη τους τὸν Ρωμαῖο
στρατιωτικὸ Μάρκο Μινούτιο Ροῦφο, γιὰ τὴ συμβολή του στὴν καταδίωξη τῶν
βαρβάρων εἰσβολέων Βαστάρνων, Γετῶν ἀλλὰ καὶ Θρακῶν ποὺ ἐπέδραμαν κατὰ τῶν
κατοίκων τῆς Παιονίας.
Βυζάντιο
Γιὰ τὴν περιοχή, κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο, ἀναφέρεται ἡ ἱστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς
Μητροπόλεως Πολυανῆς καὶ Κιλκισίου:[1]
«Στὰ μέσα τοῦ 10ουαἰώνα μ.Χ.
στὴν περιοχὴ ἀναφέρεται ἡ Ἐπισκοπὴ Πολυανῆς, στὴν ὁποία προσαρτίστηκε ἡ Ἐπισκοπὴ
Λητῆς καὶ Ρεντίνης (ἐπανιδρύθηκε τὸν 18ο αἰώνα) καὶ ἡ Ἐπισκοπὴ τῶν
Βαρδαριωτῶν Τούρκων. Πρόκειται γιὰ Οὔγγρους τῆς ἴδιας φυλετικῆς καταγωγῆς μὲ τοὺς
Τούρκους, ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ καὶ εἶχαν
εκχριστιανισθεῖ».
Τὸ 479 οἱ Ὀστρογότθοι μὲ ἀρχηγὸ τὸν Θεοδώριχο Ἀμάλη κατέλαβαν καὶ
κατέστρεψαν τὴν πόλη τῆς Παιονίας Στόβοι.[2]
Τὸ 481 στὴν περιοχὴ τῆς Παιονίας οἱ βυζαντινὲς δυνάμεις συνέτριψαν τοὺς Γότθους εἰσβολεῖς.[3]
Τὸ 934 μὲ μέριμνα τῆς βυζαντινῆς κυβέρνησης ἐγκαταστάθηκε στὴν περιοχὴ τῆς
Γευγελῆς μιὰ φυλὴ Τούρκων ποὺ ἦταν αἰχμάλωτοι τῶν Οὔγγρων. Οἱ Τοῦρκοι αὐτοὶ πῆραν
τὴν ὀνομασία Βαρδαριῶτες ἀπὸ τὸν Βαρδάρη (Ἀξιὸ ποταμό).[4]
Τὸ 1003 ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Βασίλειος Β΄ κατατρόπωσε στὴν πόλη
τῶν Σκοπίων τὰ βουλγαρικὰ στρατεύματα τοῦ βασιλιᾶ Σαμουῆλ.[5]
Τὸ 1346 παραχωρήθηκε ἡ ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Γουμένισσας καὶ ἡ
περιοχή της στὴν Ἱ.Μ. Ἰβήρων ὅπου παρέμεινε στὴ δικαιοδοσία της μέχρι τὸ 1931 ὅταν
καὶ παραχω-ρήθηκε στὸ κράτος.[6]
Τὸ 1383 μὲ τὴν κατάληψη τοῦ Γυναικόκαστρου ξεκινᾶ ἡ μόνιμη ἐγκατάσταση
στὴν περιοχὴ τοῦ Κιλκὶς καὶ τῆς Παιονίας, Ὀσμανιδῶν Τούρκων τῶν λεγόμενων
Γιουρούκων.[7]
[1]
Ἱστοσελίδα Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πολυανῆς καὶ Κιλκισίου.
[2]
Χρῆστος Π. Ἴντος, «Παιονία καὶ Παίονες - Ἀπὸ τὰ μυθικὰ χρόνια ὡς τὴν
τουρκοκρατία», ἐκδόσεις Μαχητής, Γουμένισσα 1983.
[3]
Στὸ ἴδιο.
[4]
Γιῶργος Ἐχέδωρος, «Ἱστορία τοῦ Κιλκίς», Κιλκὶς 1996.
[5]
Στὸ ἴδιο.
[6]
Χρῆστος Π. Ἴντος, «Παιονία καὶ Παίονες - Ἀπὸ τὰ μυθικὰ χρόνια ὡς τὴν
τουρκοκρατία», ἐκδόσεις Μαχητής, Γουμένισσα 1983.
[7] Γιῶργος Ἐχέδωρος, «Ἱστορία
τοῦ Κιλκίς», Κιλκὶς 1996.
Περίοδος τῆς τουρκοκρατίας
Ἡ ἱστοσελίδα Βικιπαίδεια,[1]
ἀναφέρει γιὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας: «Τὸ
1397, ἡ περιοχὴ περιέρχεται στὰ χέρια τῶν ὀθωμανῶν. Περιγραφὲς ὀθωμανῶν τῆς ἐποχῆς
(ὅπως ὁ χρονογράφος Χατζὴ Καλφά), ἀναδεικνύουν τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο ὡς τὸ μόνο
στὴν περιοχή. Βαθμιαία, ἀπὸ τὸν 15ο αἰώνα, ἔρχονται στὴν περιοχὴ
Βούλγαροι ὡς ἐργάτες στοὺς ἀγρούς. Τοὺς ἐπόμενους 3 αἰῶνες ἐγκαθίστανται στὴν
περιοχὴ πολλοὶ Βλάχοι, ἐκδιωγμένοι ἀπὸ τὴ Βόρειο Ἤπειρο καὶ Δυτικὴ Μακεδονία ἀπὸ
τὶς λεηλασίες τῶν Τουρκαλβανῶν. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι οἱ κάτοικοι τοῦ Σκρᾶ, τῆς
Εἰδομένης καὶ τῆς Κούπας ὁμιλοῦν ἕνα βλαχοσλαβικὸ ἰδίωμα, τὴν Μογλενίτικη
διάλεκτο, μὲ πλῆθος ἑλληνικῶν στοιχείων».
Σύμφωνα μὲ τὴν ἐρευνήτρια Μαρία Παπαγεωργίου: «...ἀπὸ τὸ Σκρά, στὴ Μογλενίτικη διάλεκτο διατηρήθηκαν προφορικά, ὡς παραμύθια, ἔργα ἀρχαίων Ἑλλήνων ποιητῶν, ποὺ δὲν σώζονται σήμερα. Στὸ τέλος τοῦ 17ου αἰώνα, ξεσπᾶ ἐπανάσταση στὴν περιοχὴ κατὰ τῶν κατακτητῶν Τούρκων καὶ πολλὰ χωριὰ καταστρέφονται ἀπὸ τὰ ἀντίποινα τοῦ ὀθωμανικοῦ στρατοῦ. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι, βορείως τοῦ Σκρᾶ, κοντὰ στὰ σύνορα Ἑλλάδας - Σκοπίων, καταστράφηκε τὸ χωριὸ Σελέστη καὶ οἱ κάτοικοι ἀναγκάστηκαν νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν. Πολλοὶ Σελεστιανοὶ ἐγκαθίστανται στὸ Σκρά, συνεχίζοντας ὅμως νὰ θάβουν τοὺς νεκρούς τους σὲ ξεχωριστὸ νεκροταφεῖο. Τὸ νεκροταφεῖο τῆς Σελέστης βρίσκεται βορείως τοῦ Σκρᾶ καὶ περιλαμβάνει τάφους ἕως τὸ 1750. Οἱ μαρμάρινες πλάκες ἔχουν χαραγμένα ἑλληνικὰ ὀνόματα καὶ κάποια σύμβολα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν σταυρούς. Τὰ σύμβολα αὐτὰ παραπέμπουν στὴν προχριστιανικὴ περίοδο τῆς περιοχῆς».
Διὰ φιρμανίου τῆς 3ης Σιαμπὰν 1117 τ.χ., δηλαδὴ τῆς 20ῆς
Νοεμβρίου 1715 ἐπιβλήθηκε εἴσπραξη κεφαλικοῦ φόρου ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες
κατοίκους τῆς περιφέρειας Γευγελῆς καὶ Βογδάντσας.[2]
Τὸ 1720, ἡ Ἀξιούπολη ἐπανιδρύθηκε ἀπὸ κατοίκους τῶν γύρω χωριῶν, λόγω τῶν
ἐκτεταμένων καταστροφῶν ποὺ προκάλεσαν σὲ αὐτά, τὰ τουρκικὰ ἀντίποινα. Ἡ πόλη ὀνομάστηκε
Μποέμιτσα ἴσως λόγω τῆς θέσης της στὴ δυτικὴ ὄχθη τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ. Διοικητικὰ
ἀνῆκε στὸν καζὰ τῆς Γευγελῆς. Τὸ 1873 εἶχε 30 μωαμεθανικὲς καὶ 90 χριστιανικὲς
οἰκογένειες, ἐνῶ τὸ 1903 εἶχε 1.413 κατοίκους.[3]
Τὸ 1772 οἱ χριστιανοὶ τῶν περιοχῶν τῆς Κεντρικῆς Μακεδονίας, μὲ ἐπικεφαλεῖς
τοὺς ἐπισκόπους τους, προσπαθοῦν νὰ ξεσηκωθοῦν κατὰ τῶν ὀθωμανῶν μὲ τραγικὲς
συνέπειες γιὰ τοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμούς.[4]
Τὸ 1803 χτίζεται στὴ Γευγελὴ ὁ πρῶτος χριστιανικὸς ναὸς (Ἀναλήψεως τοῦ
Χριστοῦ). Γιὰ τὸν ναὸ ἀναφέρει διεξοδικὰ ὁ Ἰωάννης Ξανθός, συνταξιοῦχος
δημοδιδάσκαλος καὶ Μακεδονομάχος:[5]
«Ἡ ἐκκλησία αὐτὴ ὡς ἐκ τῆς
θαυματουργοῦ δυνάμεως τῆς εἰκόνος τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ, ἀπέκτησε μεγάλην
φήμην καὶ ἐγένετο τὸ προσκυνητήριον ὅλων τῶν χριστιανῶν τῶν πέριξ τῆς Γευγελῆς
χωρίων καὶ κωμοπόλεων εἰς ἀκτίνα ἕξ καὶ ὀκτὼ ὡρῶν μακρὰν αὐτῆς, ἀδιακρίτως
θρησκεύματος, ἄσοι ἀπέδιδον μεγάλην πίστην εἰς αὐτήν. Πρὸς φιλοξενίαν
καὶ περίθαλψιν τῶν ἐκ διαφόρων μερῶν καὶ κατὰ διαφόρους καιροὺς προσερχομένων
προσκυνητῶν, εἶχον κτισθῆ πέριξ τῆς ἐκκλησίας διάφορα δωμάτια πρὸς παραμονὴν τῶν
προσκυνητῶν, ἄλλα τοιαύτα διὰ τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς πάσχοντας ἀπὸ
διάφορα νοσήματα καὶ ἄλλα διὰ ψυχοπαθεῖς. Οἱ ἀσθενεῖς μετὰ παραμονὴν
τεσσαράκοντα ἡμερῶν καὶ ἐκκλησιασμὸν πρωίαν καὶ ἐσπέραν, ὑγιεῖς ἐγίνοντο «ὠ δήποτε
κατείχοντο νοσήματι» ὅπως λέγει καὶ τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον. Εἶναι δὲ ἀξιοσημείωτον
τὸ γεγονός, ὅτι οὐδεὶς τῶν πασχόντων ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἀσθενής. Ὡς καὶ οἱ
ψυχοπαθεῖς ἀκόμη ἀνέκτων τὸ λογικόν των.» [6]
Μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας τὸ 1814 καὶ τὴν ἐπανάσταση τὸ 1821, οἱ Τοῦρκοι φοβήθηκαν μήπως ἐπεκταθεῖ ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση. Ξεσήκωσαν πολλοὺς Τούρκους Κονιάρους (προφανῶς καταγόμενους ἀπὸ τὸ Ἰκόνιο τῆς Μ. Ἀσίας) καὶ τοὺς μετέφεραν στὴν Κεντρικὴ Μακεδονία. Πράγμα ποὺ ὄχι μόνο διαφαίνεται ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ἀμιγῶν χωριῶν ποὺ ὑπῆρχαν στὸν καζὰ Ἀβρὲτ Χισσὰρ (περιοχὴ Κιλκὶς) ποὺ ὑπερτεροῦσαν τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ στὰ χωριὰ δυτικὰ τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ: Μαγιαντὰγ (Φανός), Καρασινὰν (Πλάγια), Ἀλτσὰκ (Χαμηλὸ) καὶ Γκόρνιτσετ (Γιουγκοσλαβίας), ποὺ σχηματίστηκαν ἀπὸ ἀμιγὴ μουσουλμανικὸ πληθυσμό.[7]
Τὸ 1822, σημειώθηκαν ἐπαναστατικὲς κινήσεις, ἐνθαρρυμένες ἀπὸ τὴν ἐξέγερση τῆς Νάουσας καὶ τοῦ Ὀλύμπου. Σύμφωνα μὲ ἐρευνητὲς (Ι. Ξανθός, Γ. Ἐχέδωρος, Χρῆστος. Καραθόδωρος), κατὰ τῶν Τούρκων ξεσηκώθηκαν: τὸ Κιλκίς, ἡ Στρώμνιτσα, ἡ Γευγελή, τὸ Πολύκαστρο (Καρασούλι) μὲ τὰ γύρῳ χωριά τους. Διεξήχθησαν ἀρκετὲς μάχες μὲ ἰσχυρὲς τουρκικὲς δυνάμεις, ποὺ τελικὰ ὁδήγησαν στὴν ἥττα τῶν ἐπαναστατῶν.
Γνωστότεροι ἀγωνιστὲς τοῦ ’21 στὴν περιοχὴ Παιονίας
α) Ὁ Ζαφείριος Σταματιάδης ἀπὸ τὴν Εἰδομένη (Σέχοβο). Ὁ Ζαφείριος
Σταματιάδης μετὰ τὴν ἥττα τῶν Ἑλλήνων στὴν περιοχή, ἔσπευσε στὸν Ὄλυμπο κι ἑνώθηκε
μὲ τὸ σῶμα τοῦ Μήτρου Λιακόπουλου. Πολέμησε στὴ Χαλκιδικὴ καὶ ἀπὸ ’κεῖ στὸ σῶμα
τοῦ Διαμαντῆ Νικολάου, στὴ Νάουσα, στὸν Κολινδρό, στὴν Καστανιά, στὴ Σκιάθο, στὴ
Σκόπελο καὶ στὴν Εὔβοια. Στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὴν Εἰδομένη καὶ χειροτονήθηκε
παπάς. Οἱ ἀπόγονοί του υἰοθέτησαν τὸ ἐπώνυμο Παπαζαφειρίου.
β) Ὁ Κλέφτης τοῦ Ὀλύμπου Δημήτριος Τσώρας, ἀπὸ τὴ Γρίβα Παιονίας, τὸ 1821 συγκέντρωσε ἄντρες ἀπὸ τὸ Πάικο καὶ τὴν περιοχὴ Ἔδεσσας προκειμένου νὰ συνδράμει στὴν ὑπόθεση τῆς ἐπανάστασης.[8] (Ἐκτὸς τοῦ ἄρθρου ποὺ ἀναφέρεται στὸν ἀγωνιστὴ Τσώρα ἢ Τσιώρα, δὲν ἔχουν βρεθεῖ μέχρι σήμερα ἄλλες ἀναφορὲς ἢ πηγὲς ποὺ νὰ διασταυρώνουν τὰ στοιχεῖα του καὶ τὸν τόπο καταγωγῆς του).
Στὶς 15 Αὐγούστου 1823, σὲ ἔγγραφο τῆς ὀθωμανικῆς διοίκησης μὲ ὀνόματα ποὺ στάλθηκε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὴν Κωνσταντινούπολη, περιλαμβάνονται στοιχεῖα κατοίκων τῶν χωριῶν Γουμένισσα, Γρίβα καὶ Κάρπη ἀπὸ τοὺς ὁποίους κατασχέθηκαν ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς 49 τουφέκια.[10]
Περὶ τὰ 1840 - 1850 ἐγκαταστάθηκαν στὰ Μ. Λιβάδια καὶ τὰ γύρω χωριὰ τοῦ ὄρους
Πάικο, βλάχοι ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὰ βλαχόφωνα χωριὰ Βόϊο, Γράμμουσα, Σαμαρίνα,
Περιβόλι καὶ Μοσχόπολη Κορυτσᾶς. Οἱ πληθυσμοὶ αὐτοὶ εἶχαν μετακινηθεῖ ἀπὸ τὶς ἑστίες
τους στὶς ἀρχὲς τοῦ 1800 λόγω τῆς τρομοκρατίας ποὺ ἀσκοῦσε ὁ Ἀλὴ πασὰς καὶ εἶχαν
ἀρχικὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ Βιλαέτι Θεσσαλονίκης.[11]
Στὶς 23 Σεπτεμβρίου 1859 ἱδρύθηκε ἡ πρώτη βουλγαρικὴ κοινότητα τῆς
Μακεδονίας στὴν πόλη τοῦ Κιλκίς. Οἱ Βούλγαροι γιὰ τὴν ἐπέκτασή τους στὸ Κιλκὶς ἐκμεταλ-λεύτηκαν
τὴ διάσπαση τῆς ὀρθόδοξης κοινότητας τῆς περιοχῆς.[12]
Τὸ 1860 λειτούργησε τὸ πρῶτο ἑλληνικὸ σχολεῖο στὴ Γευγελή.[13]
Τὸ 1862 ἐγκαινιάστηκε ὁ μεγαλοπρεπὴς ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴ Γουμένισσα.[14]
[1] Βικιπαίδεια «Ἀξιούπολη».
[2]
Ἱστοσελίδα http://yaunatakabara.blogspot.gr/2012/10/blog-post_9.html
[3]
Ἱστοσελίδα Βικιπαίδεια «Ἀξιούπολη».
[4]
Χρῆστος Π. Ἴντος, «Ἡ Ἀξιούπολη στὴν ἱστορική της διαδρομή», ἐκδόσεις Μαχητής,
Κιλκίς, 2000.
[5] Ἰωάννης Ξανθός, «Ἱστορία
τῆς Γευγελῆς καὶ ἐθνικὴ δράσις τῶν κατοίκων αὐτῆς καὶ τῶν πέριξ χωρίων»,
Θεσσαλονίκη 1954.
[6]
α) Ἱστοσελίδα: http://yaunatakabara.blogspot.gr/2012/10/blog-post_9.html
και β) Ἱστοσελίδα Βικιπαίδεια «Βογδάντσα».
[8] Ἐφημερίδα «Μαχητὴς» (Κιλκὶς) τῆς 26ης Μαρτίου 2016. Χρῆστος Καραθόδωρος "Ἡ Ἐπανά-σταση τοῦ 1821 στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Κιλκίς".
[9] Χρῆστος Π. Ἴντος "Ἡ Περιφερειακὴ Ἑνότητα Κιλκὶς στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς καὶ ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 στὴ Μακεδονία", Γουμένισσα 2021.
[12] Στὸ
ἴδιο.
[13] Στὸ
ἴδιο.
[14] Στὸ ἴδιο.