Ανταπόκριση των Σπύρου
Μελά και Βασίλη Τσιμπιδάρου για την εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ που δημοσιεύτηκε την 22
Νοεμβρίου 1946 με τίτλο «Εις τον θρυλικόν Φανόν»:
«Κατά την νυκτερινήν διέλευσίν μας εκ του
ορεινού χωρίου Φανός, εγγύς των Γιουγκοσλαυικών συνόρων, επικοινωνήσαμε μετά
προυχόντων και του Προέδρου της Κοινότητος Τσακιρίδη. Ως μας επληροφόρησαν, οι
αντάρται έχουν καταδικάσει εις θάνατον ογδοήκοντα δύο κατοίκους, οι οποίοι
αναγκάζονται οσάκις εξέρχονται του χωρίου δια μακρυνήν διαδρομήν να
εξοπλίζονται και να συγκροτούνται εις ισχυράς ομάδας. Κατά την διαδρομήν μας,
διατελούντες υπό την προστασίαν ευαρίθμων στρατιωτών, φερόντων οπλοπολυβόλα,
ηναγκάσθημεν να αλλάξωμεν οδόν, λόγω ναρκών τοποθετημένων κατά μήκος της
διαδρομής, δύο εκ των οποίων εξεράγησαν κατά την τελευταίαν επιχείρησιν και
ανετίναξαν άμαξαν χωρικού, φονευθέντος του οδηγού και των ίππων. Σήμερον την
πρωίαν συνεργείον ναρκοσυλλεκτών ανεύρεν υπολοιπομένας νάρκας και προέβη εις
την αχρήστευσίν των. Χαρακτηριστικόν των συνθηκών της συγκοινωνίας είναι ότι
κατά την άνοδον προς Φανόν ηναγκάσθημεν, εκτός της ανωτέρω αλλαγής της οδού, να
λάβωμεν διατάξεις ασφαλείας. Κατά την κάθοδον παρετηρήθη κίνησις εις τα υψώματα
της ορεινής διαβάσεως εκατέρωθεν της οποίας υπάρχουν τα δύο χωρία Πηγή και
Πύλη. Ιδίως το πρώτον είναι μόνιμον κρησφύγετον ανταρτών. Πρόκειται περί της
περιοχής εις την οποίαν δρα ο καπετάν Τσικβασίλης, γνωστόν κάθαρμα, εξ
Ειδομένης. Ούτος είναι ραιβόπους και απαισίας μορφής μέχρι σήμερον δε τα
θύματά του υπερβαίνουν τα εκατόν. Ευτυχώς εκ της αντιθέτου κατευθύνσεως κατήρχετο
και ευρίσκετο εις απόστασιν δύο χιλιομέτρων ισχυρόν ελληνικόν τμήμα,
προερχόμενον εξ Αρχαγγέλου, του οποίου η εμφάνισις και μόνον ήρκεσε να
καταστήσει την διάβασην λίαν άνετον. Οι αξιωματικοί και άνδρες του στρατού μας,
κατεχόμενοι υπό υψηλού φρονήματος, ευθύς ως μας ανεγνώρισαν, εδήλωσαν: «Δεν
ζώμεν παρά με την ελπίδα να εκδικηθούμεν τον δολοφονικόν σφαγιασμόν των
συναδέλφων μας του Σκρά και της Νωτίας.»