Ἡ Μεσαίπολις ἢ
Μισόπολις τῆς Μητροπόλεως Προύσης (Aydinpinar) [1]
Μισόπολη ἢ Μεσόπολη ἢ Μεσαίπολη - Ἡ Μισόπολη βρίσκεται κοντὰ στὰ
μικρασιατικὰ παράλια τῆς Προποντίδας, 20 χιλιόμετρα βορειοδυτικὰ τῆς Προύσας,
78 χιλιόμετρα νότια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ 95
χιλιόμετρα ἀνατολικὰ τῆς Ἀρτάκης. Ὑπῆρξε μιὰ ἀπὸ τὶς 14 κοινότητες τῆς
Μητροπόλεως Προύσης[2]
ποὺ ὁ πληθυσμός της διώχθηκε στὴν Ἑλλάδα μὲ τὴ συνθήκη τῆς Λωζάνης τὸ 1923.[3]
Σύμφωνα μὲ τὸν Δημήτριο Σταματόπουλο ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴ Μεσαίπολη:
Ἀνθρωπογεωγραφία - Μεσαίπολη: Κωμόπολη ἀνατολικὰ τοῦ ἀμαξιτοῦ δρόμου Προύσας - Μουδανιῶν καὶ σὲ ἀπόσταση 5 χλμ. ἀπὸ τὰ Μουδανιά, σὲ μία χαράδρα. Ἡ μουσουλμανικὴ ὀνομασία τοῦ οἰκισμοῦ ἦταν Μεσὲ Μπολοῦ (ἔτσι ἀναφερόταν καὶ στὰ ἐπίσημα ὀθωμανικὰ ἔγγραφα). Ἡ σημερινή του ὀνομασία εἶναι Aydinpinar. Τὸ ἑλληνικὸ ὄνομα τοῦ οἰκισμοῦ -καὶ στὰ ἐπίσημα ἐκκλησιαστικὰ ἔγγραφα- ἦταν Μισόπολη ἢ Μυσόπολη ἢ Μεσόπολη. Σύμφωνα μὲ τὸν Σάββα Ἰωαννίδη (ἀναφέρει σχετικὰ ὁ Βενέδικτος Φ. Ἀδαμαντιάδης ἀλλὰ καὶ ἡ Σία Ἀναγνωστοπούλου, ἡ ὁποία ἐξετάζει τὴν περίπτωση τῆς Μισόπολης στὸ πλαίσιο τῶν οἰκισμῶν τῆς Βιθυνίας μὲ μακρὰ παράδοση ἑλληνορθόδοξων πληθυσμῶν), ἡ Μισόπολη κατοικήθηκε ἀπὸ ἐποίκους ἀπὸ τὴ Θεσσαλία περίπου τὸ 1500. Σχετικὰ μὲ τὸ ὄνομα τῆς κωμόπολης ὁ Ἰωαννίδης εἰσήγαγε τὴ γραφὴ «Μυσόπολις» ἀντὶ τῆς γραφῆς «Μεσαί-πολις», ἡ ὁποία ἀναφερόταν στὰ ἐπίσημα ἔγγραφα τῆς μητρόπολης, πιστεύοντας ὅτι ἡ λέξη παράγεται ἀπὸ τὸ «Μυσῶν πόλις», ἀφοῦ ἡ περιοχὴ θεωροῦνταν ὅτι ἀνῆκε στὴ Μυσία. Ὁ Ἰωαννίδης ἰσχυρίζεται ὅτι τὴν ἴδια προέλευση ἔχει καὶ τὸ ὄνομα τοῦ κοντινοῦ μουσουλμανικοῦ χωριοῦ Μυσὲ - κιοϊ, ὅπως καὶ τῶν μουσουλμανικῶν χωριῶν δίπλα στὸν ποταμὸ Nilufer, τῶν Μυσὴ - μπαγλαρὶ (ἀμπέλια τοῦ Μυσῆ). Ἀντίθετα, ὁ Hammer σὲ περιγραφὴ τοῦ ταξιδιοῦ του στὴν Προύσα ἀναφέρεται στὸ ὄνομα τῆς κωμόπολης ἐξηγώντας ὅτι αὐτὸ σημαίνει «μισὴ πόλις». Ἡ ἐρμηνεία τοῦ Hammer συμφωνεῖ μὲ προφορικὴ παράδοση τῶν κατοίκων, ἡ ὁποία ἀνέφερε ὅτι πράγματι ἡ πόλη καταστρά-φηκε κάποτε ἀπὸ ληστὲς καὶ ἔμεινε μισή: ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά της. Τέλος, οἱ Μ. Κλεώνυμος καὶ Χ. Παπαδόπουλος θεωροῦν ὅτι τὸ ὄνομα τὸ ὀφείλει ἡ κωμόπολη στὴ «μεσόγειο» θέση της. Σύμφωνα μὲ μιὰ ἄλλη ἐρμηνεία, ἡ κωμόπολη χτίστηκε μέσα στὴ χαράδρα ἀπὸ τὸν φόβο τῶν ληστῶν ποὺ τὴν εἶχαν καταστρέψει. Πάντως, φαίνεται ὅτι ἡ πόλη ἀποτελοῦσε συνέχεια ἀρχαίου οἰκισμοῦ: Οἱ κάτοικοι ἀνακάλυπταν κατὰ καιροὺς διάφορα ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα, ἐνῶ τὰ μάρμαρα ἑνὸς ἀρχαίου τάφου τὰ χρησιμο-ποίησαν γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς ἐκκλησίας τους. Ὁ πληθυσμὸς τῆς Μισόπολης στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα ἔφθανε περίπου τὶς 350 οἰκογένειες, ὅλες ἑλληνορθόδοξες.
Σὲ πίνακα τῶν χωριῶν τῆς Προύσας, ἀναφέρεται πὼς ἡ Μισόπολη εἶχε πληθυσμὸ
1.500 Ἕλληνες κατοίκους, κανέναν Τοῦρκο καὶ διέθετε ἐκκλησία, ἕνα ἀρρεναγωγεῖο
μὲ 3 τάξεις καὶ ἕνα νηπιαγωγεῖο.[4]
[2] Ἱστοσελίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου, στὴν ἑνότητα Μητρόπολη Προύσης, ἀναφέροναι οἱ 14 κοινότητες τῆς
Μητροπόλεως: Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα ἡ Μητρόπολη Προύσης
περιλάμβανε τοὺς κατωτέρω οἰκισμούς: 1)Προύσα (Bursa), 2)Δεμιρδέσι (Demirtaş), 3)Κελεσὲν ἢ Καλασάνιο (İsmetiye), 4)Παλλαδάρι (Gündoğdu), 5)Πλατύαινος
(Yunuseli), 6)Τεπετζὶκ (Tepecik Köyü), 7)Σουσουρλοὺκ (Kestel), 8)Ἀπάμεια ἢ Μουδανιὰ
(Mudanya), 9)Ἀρβανιτοχώρι (Yıldıztepe), 10)Μεσαίπολη ἢ
Μυσόπολη (Aydınpınar), 11)Νεοχώριο ἢ
Νεοχωράκι (Güzelyalı), 12)Συγὴ (Kumyaka),
13)Τρίγλια (Zeytinbağı), 14)Ἐλιγμοὶ ἢ Ἐλεγμοὶ
(Kurşunlu).
[3]
Περιοδικό «Θρακικά», σύγγραμα περιοδικὸν ἐκδιδόμενον ὑπὸ τοῦ ἐν Ἀθήναις
«Θρακικοῦ Κέντρου», τόμος 23ος, ἐν Ἀθήναις 1955. Θεματικὴ ἑνότητα: «Ὁ
ἑλληνικὸς πληθυσμὸς κατὰ τὸ ἔτος 1911 εἰς τὰς περιοχὰς τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους ἀπὸ
τὰς ὁποίας ἐξεδιώχθη διὰ τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάννης τῷ 1923, τοῦ Μιλτιάδου
Σαραντῆ. Στοιχεῖα γιὰ τὸν πληθυσμὸ τῆς Μητρόπολης Προύσης (1911): Κοινότητες
14, Ἕλληνες κάτοικοι 27.524.
[4]
Κώστας Χατζηαντωνίου, «Μικρὰ Ἀσία - Ἱστορία τῶν νέων χρόνων», σελ.114, ἐκδόσεις
Γόρδιος, Ἀθήνα 2011.
Διοικητικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ
ἐξάρτηση - Θρησκεία - Ἐκπαίδευση - Σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα ποὺ διαθέτουμε γιὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ
20οῦ αἰώνα, ἡ Μισόπολη ὑπαγόταν ἀπευθείας στὸ καϊμακαμλίκι τῶν Μουδανιῶν, ποὺ ἀνῆκε στὸ βιλαέτι τῆς Προύσας.
Ἡ κοινότητα διοικοῦνταν ἀπὸ ἕναν μουχτάρη (muhtar)
σὲ συνεργασία μὲ 2 - 3 συμβούλους, τοὺς ἀζάδες (âza). Παράλληλα λειτουργοῦσαν
σχολικὴ ἐφορεία καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐπιτροπή.
Ἡ κωμόπολη ἀνῆκε ἐκκλησιαστικὰ στὴ δικαιοδοσία τῆς μητρόπολης Προύσης. Στὴ Μισόπολη ὑπῆρχε μία μεγάλη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ἡ ὁποία γιόρταζε στὶς 29 Αὐγούστου· πιθανότατα χτίστηκε στὰ μισὰ τοῦ 19ου αἰώνα. Ἦταν πλούσια διακοσμημένη καὶ εἶχε εἰκόνες ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀνατολικὰ τοῦ χωριοῦ ὑπῆρχε παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στὸν ἴδιο ἅγιο, τὸ ὁποῖο γιόρταζε ἐπίσης στὶς 29 Αὐγούστου. Τὸ πανηγύρι ἐπισκεπτόταν κόσμος ἀπὸ τὰ γύρω χωριά: πήγαιναν δύο μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ γιορτὴ καὶ ἔφευγαν δύο μέρες μετά. Πολλοὶ φιλοξενοῦνταν ἀπὸ φίλους ἢ συγγενεῖς. Μεταξὺ Μισόπολης καὶ Μουδανιῶν ὑπῆρχε τὸ παρεκκλήσι τοῦ «Σκοτεινοῦ» Ἁϊ-Γιώργη. Τὸ ἐπίθετο δικαιολογεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι βρισκόταν μέσα σὲ βραχώδη σπηλιὰ βάθους 20 μ. Μέσα στὴ σπηλιὰ ὑπῆρχε ἁγίασμα. Σὲ μία γωνιά της ψηλὰ σὲ μάρμαρο ὑπῆρχε σκαλισμένη ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου. Ὑπῆρχαν ἄλλα δύο ἁγιάσματα (τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ τῆς Ἁγίας Ἄννας) ὅπως καὶ τρία παρεκκλήσια (τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα καὶ τοῦ Ἀρχάγγελου Μιχαῆλ). Τὸ χωριὸ διέθετε ἀρρεναγωγεῖο καὶ παρθεναγωγεῖο, τὰ ὁποῖα συστεγάζονταν σὲ κοινὸ (διώροφο) κτήριο. Τὸ δημοτικὸ ἦταν πεντατάξιο. Κατὰ τὸ ἔτος 1906 δραστηριοποιοῦνταν στὴ Μισόπολη ἡ Ἀδελφότητα «Πρόοδος».[1]
Στοιχεῖα οἰκονομίας - Στὸν οἰκισμὸ ὑπῆρχαν ὀκτὼ καφενεῖα, ἑπτὰ μπακάλικα,
τέσσερα ἐλαιοτριβεῖα καὶ ἕνας νερόμυλος. Οἱ βασικὲς συναλλαγὲς τοῦ οἰκισμοῦ
γίνονταν μὲ τὰ Μουδανιά. Κύρια ἀπασχόληση τῶν κατοίκων ἦταν ἡ σηροτροφία.
Σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορικὸ Σία Ἀναγνωστοπούλου, ἡ
Μισόπολη, ὅπως καὶ ἄλλοι οἰκισμοὶ τῆς Βιθυνίας, εἶχε δεχτεῖ σημαντικὸ ἀριθμὸ
μεταναστῶν σηροτρόφων ἀπὸ τὴ Θράκη. Τὰ κουκούλια τὰ
πουλοῦσαν στὴν Κίο καὶ στὰ Μουδανιά.
Παρῆγαν ἐπίσης ἐλιές, τὶς ὁποῖες μάλιστα τὶς προωθούσαν ἔμποροι ἀπὸ τὰ
Μουδανιά, ποὺ ἐπισκέπτονταν τὸ χωριό, στὴν ἀγορὰ τῆς Κωνσταντινούπολης. Τὸ ἴδιο γινόταν μὲ τὰ σταφύλια.
[1]
«Ἡμερολόγιον τῶν Ἐθνικῶν καὶ Φιλανθρωπικῶν Καταστημάτων - Ἐν
Κωνσταντινουπόλει 1907» ἑνότητα «Ἡ Μητρόπολις Προύσης», Μεσαίπολις.
Ἱστορικὰ γεγονότα - Ἐγκατάσταση - Ἡ κωμόπολη ἐκκενώθηκε τὸ
1914 λόγω τῶν γεγονότων τοῦ Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου καὶ οἱ κάτοικοι ἀναγκάστηκαν
νὰ μεταβοῦν στὸ Ντεμίρντεσι τῆς Προύσας. Μάλιστα, ἀρκετοὶ ἄνδρες
τὴν περίοδο ἐκείνη μετα-νάστευσαν στὴν Ἀμερική.
Οἱ κάτοικοι ἐπέστρεψαν τὸ 1919, γιὰ νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν οἰκισμὸ ὁριστικὰ τὸ
1922.
Στὸ βιβλίο «Μαύρη Βίβλος Διωγμῶν καὶ Μαρτυρίων τοῦ ἐν Τουρκίᾳ Ἑλληνισμοῦ,
1914 - 1918», ἀναφέρονται τὰ παρακάτω γιὰ τὴν ἐπαρχία Προύσης:[1]
«Ὁ ἐμπορικὸς ἀποκλεισμός, κατ’ ἀρχὰς μὲν ὑποκώφως,
εἶτα δὲ ἀναφανδὸν καὶ ἀγρίως ἐφαρμοζόμενος ὑπῆρξεν ἡ κυριοτέρα μάστιγξ καὶ
συμφορὰ καὶ τῆς ἐπαρχίας ταύτης (Προύσης) (κοινότ. 14 καὶ πληθυσμ. 27.524) πρὸ
τοῦ ἔτους 1914, κατ’ αὐτὸ καὶ μετ’ αὐτό. Ἐγκάθετοι ροπαλοφόροι περιερχόμενοι
καθ’ ὁμάδας τὰ καταστήματα τῶν ὁμογενῶν, ἀπῄτουν μετ’ ἀπειλῶν τὸ ἄμεσον
κλείσιμον αὐτῶν. Καθ’ ἐκάστην κακοποιὰ στοιχεία μουσουλμάνων, συλλαμβάνοντα
καθ’ ὁδὸν τοὺς χωρικοὺς τῶν πέριξ εὐρισκομένων χωρίων, ἐρχομένους εἰς Προύσαν
πρὸς πώλησιν τῶν προϊόντων αὺτῶν, ἀπεγύμνουν αὐτούς, κατέστρεφον τὰ ἐμπορεύματα
καὶ ἐξηνάγκαζον ὅπως ἐπιστρέψωσιν εἰς τὰ ἴδια. Τὰ αὐτὰ συνέβαινον ἐν Τριγλίᾳ, Σιγὴ
καὶ Μουδανίοις, ἔνθα οὐδέποτε διέλειπον ἔκτροπα διαφόρου φύσεως καὶ μορφῆς, ζῳοκλοπαί,
δαρμοὶ ἀνηλεεῖς, αὐθαιρεσίαι μποϋκοταδζήδων».
Ἰδιαίτερα γιὰ τὴ Μισόπολη ἀναφέρονται τὰ παρακάτω σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκένωση τῶν κοινοτήτων περὶ τὰ τέλη Ἰουνίου καὶ ἀρχὲς Ἰουλίου τοῦ 1915: «Ἀρβανιτοχώριον, Νεοχώριον, Ἐλιγμοί, Μεσαίπολις. Καὶ ἡ εκκένωσις τῶν κοινοτήτων τούτων ὑπῆρξεν ἀπότομος καὶ βιαία, τῶν κατοίκων αὐτῆς μὴ δυνηθέντων νὰ συμπαραλάβωσι μεθ’ ἑαυτῶν τὰ ἀπολύτως ἀναγκαία».
Ἐγκατάσταση Μισοπολιτῶν
στὴν Ἑλλάδα - Σύμφωνα μὲ τὴν ἔρευνα τῆς ἱστοσελίδας «Στὰ Πλάγια Παιονίας»,[2] κατὰ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν
πληθυσμῶν τὸ 1924 οἱ Ἕλληνες κάτοικοι τῆς Μισόπολης ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν
τὴν κωμόπολη, ἀφίχθηκαν στὴν Ἑλλάδα. Τὸ 32% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὸν
Φανὸ Παιονίας στὸ Κιλκίς. Τὸ 28,35% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὴν
Πτολεμαΐδα Κοζάνης. Τὸ 8,95% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὶς Σέρρες. Τὸ
8,95% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὸ Καρασινὰν (Πλάγια) Παιονίας στὸ
Κιλκίς. Τὸ 7,46% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὴ Νέα Ἀπολλωνία Θεσσαλονίκης.
Τὸ 2,98% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὸν Δογάνη Παιονίας στὸ Κιλκίς. Τὸ ὑπόλοιπο
11,19% τῶν οἰκογενειῶν ἐγκαταστάθηκαν στὶς περιοχές: Μεσόχωρο Καβάλας,
Προσοτσάνη Δράμας, Χαμηλὸ Κιλκίς, Ἄγγιστρο
Σερρῶν, Ἄνω Κλεινὲς Φλωρίνης, Ἀραβυσσὸς
Πέλλας, Κάτω Νευροκόπι Δράμας, Κιβωτὸς Κοζάνης, Λειψίστα Κοζάνης, Νέα
Τρίγλια Χαλκιδικῆς, Ρίζια Κιλκὶς καὶ Τσουρμακλὴ Λάρισας.
[1]
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, «Μαύρη Βίβλος Διωγμῶν καὶ Μαρτυρίων τοῦ ἐν
Τουρκίᾳ Ἑλληνισμοῦ, 1914 - 1918», 1919, ἑνότητα «Οἱ Διωγμοὶ καὶ τὰ μαρτύρια τοῦ
ἐν Δυτικῂ καὶ Ἀνατολικῂ Μικρᾲ Ἀσίᾳ ὁμογενοῦς πληθυσμοῦ», κεφάλαιο Κ’ «Ἐπαρχία
Προύσης» σελ.119.
[2] Τὰ
στοιχεῖα τῶν τόπων ἐγκατάστασης τῶν προσφύγων εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἔρευνας τῆς ἱστοσελίδας
«Στὰ Πλάγια Παιονίας» http://plagia-paionias.blogspot.com, (Φεβρουάριος 2020) ὕστερα
ἀπὸ ἀνάλυση τοῦ «Ὀνομαστικοῦ εὑρετηρίου ἀγροτῶν προσφύγων» τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀποκαταστάσεως
Προσφύγων, Ἀθήνα, 1928, ποὺ περιλαμβάνει ὀνομαστικοὺς καταλόγους προσφύγων μὲ ἀναγραφὴ
τοῦ τόπου καταγωγῆς τους καὶ τοῦ τόπου ἐγκατάστασής τους στὴν Ἐλλάδα. Στὴν ἔρευνα
τῆς ἱστοσελίδας, καταμετρῶνται οἱ ἀρχηγοὶ τῶν οικογενειῶν τῶν προσφύγων καὶ ὄχι
τὰ μέλη τῶν οἰκογενειῶν ἢ οἱ κληρονόμοι
τους. Κατὰ τὴν ἐπεξεργασία τῶν στοιχείων βρέθηκε νὰ ἔχουν γίνει διπλοεγγραφὲς
στοὺς ἀριθμοὺς δηλώσεων τῶν προσφύγων καὶ παραλείψεις ἐγγραφῶν προσφύγων.
Δημώδη ἄσματα - Α΄ «Ἕνα Σαββάτο βράδυ».[1]
Τὸ ἄσμα τραγουδιόταν στὴ Μισόπολη σὲ ὧρες διασκεδάσεις. Ὑπαγόρευση: Ἀσκληπιάδης Χ. Αἰκατερινίδης.
Ἕνα Σαββάτο βράδυ μιὰ Κυριακὴ πρωὶ
βγῆκα νὰ σεργιανίξω μὲσ’ ς’ τὴν Ὁβρηακή.
Βλέπω μιὰ ἑβραιοπούλα ὅπου χτενίζουντο
μὲ ἀργυρὸ κατρέφτη καὶ ’φακιολίζοντο.
Γυρίζω τριγυρίζω νὰ τῆς τὸ ’πῶ στ’ αὐτί·
Μωρὴ Ἑβραιοπούλα, νὰ γίνης Χριστιανή.
Νὰ λούεσαι Σαββάτο, ν’ ἀλλάζεις Κεργιακὴ
καὶ νὰ μεταλαβαίνης Χριστοῦ καὶ τὴ Λαμπρή.
-Στὰσ’ νὰ τὸ ’πῶ τὴν μάνα μου νὰ διῶ τί θά μὲ ’πῆ.
-Μάνα μ’, Ρωμηὸς μὲ λέγει νὰ γένω Χριστιανή,
νὰ λούωμαι Σαββάτο, ν’ ἀλλάζω Κεργιακή,
καὶ νὰ μεταλαβαίνω Χριστοῦ καὶ τὴ Λαμπρή.
-Κάλλιο ’χω, θυγατέρα μου, σὲ τούρκικο σπαθί,
παρὰ Ρωμηὸ νὰ πάρης, νὰ γένης Χριστιανή.
Β΄ «Ἄχ! Ἁγι’-Γιώργ’[2]
ἀφέντη μου».[3]
Τὸ ἄσμα τραγουδιόταν στὴ Μισόπολη σὲ φιλικὲς συναναστροφές. Ὑπαγόρευση:
Δημητρίου Διαμαντῆ Πολιτούδη.
Ἄχ! Ἁγι’-Γιώργ’ ἀφέντη μου καὶ μεγαλόχαρέ μου,
αὐτὴν τὴν κόρη ὁπώκρυψες νὰ μὲ τὴν φανερώσης.
Νὰ σὲ καπνίσω μάλαμα, νὰ σ’ ἀσημώσ’ ἀσήμι
μὲ τὸ μπεζιροτούλουμο νὰ κουβανῶ τὸ λάδι.
Εὐθὺς σκίζει τὸ μάρμαρο καὶ βγαὶν’ ἡ κόρη ἔξω.
-Παπάδες καὶ πνευματικοί, ποῦ τὤχετε γραμμένο,
νὰ πάρει ὁ Τοῦρκος τὴ Ῥωμηὰ νἆναι συγχωρεμένο;
Γ΄ «Ἀνοίξατε τὸν Κλήδονα».[4]
Τὸ ἄσμα τραγουδιόταν στὴ Μισόπολη, τὴ νύχτα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, στὶς 24 Ἰουνίου
κάθε χρόνο. Ὑπαγόρευση: Σμαράγδας Μεγάλου.
Ἀνοίξατε τὸν κλήδονα τοῦ Ἁγι’-Γιαννιοῦ τὴ χάρι,
ὁπώχει μοίρα νὰ φανῆ κι ὁπώχει ριζικάρι.[5]
Στὸ ριζικό μου σ’ ἔβαλα γιὰ νὰ σὲ ριζικάρω,
ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ, ταίρι μου νὰ σὲ κάνω.
[1]
Γεώργιος Δ. Παχτίκος, «260 Δημώδη ἑλληνικὰ ἄσματα - Ἀπὸ τοῦ στόματος τοῦ ἑλληνικοῦ
λαοῦ», «Θράκη», Ἀθήνα 1905.
[2]
Κοντὰ στὴ Μισόπολη, ὑπογείως, ὑπῆρχε παλαιὸ Ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
[3]
Γεώργιος Δ. Παχτίκος, «260 Δημώδη ἑλληνικὰ ἄσματα - Ἀπὸ τοῦ στόματος τοῦ ἑλληνικοῦ
λαοῦ», «Θράκη», Ἀθήνα 1905.
[4]
Στὸ ἴδιο.
[5]
Τύχη.
http://plagia-paionias.blogspot.com/2022/01/blog-post.html
Σημείωση: Τὰ κείμενα μὲ μπλὲ χρωματισμὸ προστέθηκαν μεταγενέστερα καὶ δὲν περιλαμβάνονται στὴν ὕλη τοῦ βιβλίου.